Η εναλλακτική πρόταση της αριστεράς
Τζόρτζιο Ρουφόλο, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2005-01-30
Τι είναι αυτό που πέρα από προσωπικές ή πολιτικές διαμάχες είναι κοινό στη συμμαχία της ιταλικής κεντροαριστεράς; Κατά τη γνώμη μου είναι η προτεραιότητα της κοινωνικής συνοχής σε σχέση με τα ιδιωτικά συμφέροντα. Προτεραιότητα που αντιπαρατίθεται ουσιαστικά και ριζικά προς την αντίληψη μιας κοινωνίας η οποία υποβαθμίζεται στο προσωπικό συμφέρον και ρυθμίζεται από το μηχανισμό της αγοράς.
Αν αυτή είναι η ουσία της κοινωνικής έμπνευσης αυτών των δυνάμεων, χρειάζεται αυτή να είναι παρούσα και ευκρινώς ορατή στην πολιτική τους πρόταση. Απλουστεύοντας: αν το -εύληπτο- μήνυμα της δεξιάς είναι πάνω απ’ όλα «λιγότεροι φόροι», εκείνο -το εξίσου εύληπτο- της αριστεράς πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα «περισσότερη και καλύτερη εργασία για όλους».
* Σήμερα τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Οι δυνάμεις που παραδοσιακά εξέφραζαν αυτό που ο Χίρσμαν αποκαλεί «δημόσια ευτυχία», οι δυνάμεις που δημιούργησαν τη σπουδαία εποχή του κοινωνικού κράτους, έχουν υποστεί στην Ιταλία την ιδεολογική αντεπίθεση της νεοφιλελεύθερης δεξιάς και έχουν αναδιπλωθεί σε μια συνθήκη ιδεολογικής υποτέλειας.
Ας πούμε την αλήθεια: είναι ντροπιαστικό να ακούμε να επαναλαμβάνεται με μιμητική έμφαση το σύνθημα της ιδιωτικοποίησης, που έχει αναγορευτεί σε δόγμα, από εκείνους που έπρεπε να είναι οι κληρονόμοι της μεγάλης σοσιαλδημοκρατικής κουλτούρας. Να καταπολεμήσουμε την αναποτελεσματικότητα και τις αδικίες του κοινωνικού προστατευτισμού; Και βέβαια.
* Για σταθείτε όμως. Τι σχέση έχει αυτό με τη φιλοσοφία της υπεροχής του ιδιωτικού; Παραφράζοντας ένα σύνθημα της παλιάς αριστεράς θα λέγαμε: το κράτος μεταρρυθμίζεται, δεν κατεδαφίζεται. Το να περιορίζουμε τη σφαίρα του «δημόσιου» σε σχέση με το ιδιωτικό σημαίνει να θυσιάζουμε τις δημόσιες θέσεις εργασίας στις ιδιωτικές καταναλώσεις, ακριβώς όταν οι ανάγκες για τις πρώτες γίνονται πιο επείγουσες.
* Το ζητούμενο δεν είναι να καταδικάσουμε τον καταναλωτισμό. Το ζητούμενο είναι να αναγνωρίσουμε την προτεραιότητα της κοινωνικής απασχόλησης -στην υγεία, στην εκπαίδευση, στο περιβάλλον, στην εργασία, στην πρόνοια, στην ασφάλεια- προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της συνοχής της κοινωνίας.
* Χρειάζεται να κατανοήσουμε ότι μια αντιστροφή των προτεραιοτήτων καταλήγει στην αποτυχία της αγοράς σε δύο θεμελιώδη πεδία: εκείνο της κοινωνικής δικαιοσύνης και εκείνο της κοινωνικής ποιότητας. Αυτό δεν συνεπάγεται με κανέναν τρόπο τον κρατισμό, την καθυπόταξη της αγοράς και της κοινωνίας στο κράτος. Αντίθετα μάλιστα η αναβάθμιση του δημόσιου συμφέροντος περνάει μέσα από μια ριζική αποδιάρθρωση του κοινωνικού προστατευτισμού. Υπάρχει πράγματι ένας καλός φιλελευθερισμός που η κεντροαριστερά θα’ πρεπε να τον οικειοποιηθεί, καθώς μάλιστα η δεξιά φροντίζει να μην τον εφαρμόζει.
* Ως κοινωνικό προστατευτισμό εννοώ ουσιαστικά τρεις παθολογίες της δημόσιας παρέμβασης: την παρέμβαση του κράτους ως μεσολαβητή σε κάθε κοινωνικά σημαντική σύγκρουση, τη γραφειοκρατική διόγκωση του κράτους, την «εκλογική» κρατική εξυπηρέτηση συντεχνιακών συμφερόντων με αποτέλεσμα τη νέκρωση της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την πρώτη συγκροτώντας ένα αυτόνομο σύστημα διαιτητικής μεσολάβησης. Τη δεύτερη, με την πληροφορική αυτοματοποίηση της δημόσιας υπηρεσίας. Και την τρίτη με μιαν ουσιαστικη ενίσχυση του κύρους της αρχής προστασίας του ανταγωνισμού.
* Ολα αυτά αποβλέπουν στο να απελευθερώσουν το κράτος από το περιττό βάρος που το παραλύει, στο να εκκαθαρίσουν το έδαφος προκειμένου να ασκήσει τον αληθινό του ρόλο: τον ρόλο του προγραμματιστή και όχι του διαχειριστή της κοινωνίας πολιτών.
Αυτόν το ρόλο έπρεπε να τον ασκεί με δύο τρόπους: επιλέγοντας τα μεγάλα κοινωνικά συστήματα που το κράτος αναλαμβάνει την ευθύνη να κυβερνήσει και ορίζοντας στόχους και δημοκρατικές διαδικασίες διακυβέρνησης αυτών των συστημάτων.
* Τα «συστήματα» -λίγα και αποφασιστικά- είναι εύκολο να προσδιοριστούν. Συγκροτούν τη δομή των αναπτυγμένων βιομηχανικών κοινωνιών με αφετηρία τις βασικές τους ανάγκες: τη θέση εργασίας, την υγεία, τη σύνταξη, ένα ανεκτό περιβάλλον, μια αξιόπιστη εγγύηση προσωπικής ασφάλειας.
Λιγότερο εύκολο είναι να προσδιοριστούν και κυρίως να μετρηθούν «ποσοτικά» οι στόχοι. Ωστόσο, χωρίς αυτήν την ποσοτική μέτρηση, με την έννοια του καθορισμού των δεικτών και των παραμέτρων, κάθε προγραμματικός λόγος γίνεται μια ανούσια φλυαρία.
Κατά τη διαδικασία του ποσοτικού προσδιορισμού αναδύονται οι προκλήσεις, τα εμπόδια, οι αντιστάσεις, τα μεγάλα πολιτικά διακυβεύματα. Εκείνο της απασχόλησης πρώτο απ’ όλα.
* Μια αυθεντική μεταρρυθμιστική πολιτική δύναμη πρέπει να αναλάβει συγκεκριμένα ως θεμελιώδη πολιτική της δέσμευση τον στόχο της πλήρους απασχόλησης. Στη δεκαετία του 1950 αυτός ο στόχος αναλήφθηκε ρητά όχι μόνον από τις ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατίες αλλά -και μάλιστα με νομοθετική μορφή- και από τη μεγάλη αμερικανική δημοκρατία. Το θεμελιώδες εργαλείο για την υλοποίηση αυτής της δέσμευσης ήταν η μακροοικονομική πολιτική της ενίσχυσης της ζήτησης.
* Σήμερα αυτό το εργαλείο δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά μόνο σε ηπειρωτικό (ευρωπαϊκό επίπεδο). Αλλά η πλήρης και καλή απασχόληση μπορεί να επιδιωχθεί και σε εθνικό επίπεδο από μια πολιτική της προσφοράς, που αναθέτει στο κράτος την ευθύνη ενός προγράμματος συστηματικής και συνεχούς εκπαίδευσης, συνδεδεμένου με ένα σύστημα πρόβλεψης της ζήτησης και της προσφοράς εργασίας και με ένα σύστημα προσωποποιημένης υποβοήθησης της ένταξης των εργαζομένων στην αγορά εργασίας.
Αν αυτή είναι η ουσία της κοινωνικής έμπνευσης αυτών των δυνάμεων, χρειάζεται αυτή να είναι παρούσα και ευκρινώς ορατή στην πολιτική τους πρόταση. Απλουστεύοντας: αν το -εύληπτο- μήνυμα της δεξιάς είναι πάνω απ’ όλα «λιγότεροι φόροι», εκείνο -το εξίσου εύληπτο- της αριστεράς πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα «περισσότερη και καλύτερη εργασία για όλους».
* Σήμερα τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Οι δυνάμεις που παραδοσιακά εξέφραζαν αυτό που ο Χίρσμαν αποκαλεί «δημόσια ευτυχία», οι δυνάμεις που δημιούργησαν τη σπουδαία εποχή του κοινωνικού κράτους, έχουν υποστεί στην Ιταλία την ιδεολογική αντεπίθεση της νεοφιλελεύθερης δεξιάς και έχουν αναδιπλωθεί σε μια συνθήκη ιδεολογικής υποτέλειας.
Ας πούμε την αλήθεια: είναι ντροπιαστικό να ακούμε να επαναλαμβάνεται με μιμητική έμφαση το σύνθημα της ιδιωτικοποίησης, που έχει αναγορευτεί σε δόγμα, από εκείνους που έπρεπε να είναι οι κληρονόμοι της μεγάλης σοσιαλδημοκρατικής κουλτούρας. Να καταπολεμήσουμε την αναποτελεσματικότητα και τις αδικίες του κοινωνικού προστατευτισμού; Και βέβαια.
* Για σταθείτε όμως. Τι σχέση έχει αυτό με τη φιλοσοφία της υπεροχής του ιδιωτικού; Παραφράζοντας ένα σύνθημα της παλιάς αριστεράς θα λέγαμε: το κράτος μεταρρυθμίζεται, δεν κατεδαφίζεται. Το να περιορίζουμε τη σφαίρα του «δημόσιου» σε σχέση με το ιδιωτικό σημαίνει να θυσιάζουμε τις δημόσιες θέσεις εργασίας στις ιδιωτικές καταναλώσεις, ακριβώς όταν οι ανάγκες για τις πρώτες γίνονται πιο επείγουσες.
* Το ζητούμενο δεν είναι να καταδικάσουμε τον καταναλωτισμό. Το ζητούμενο είναι να αναγνωρίσουμε την προτεραιότητα της κοινωνικής απασχόλησης -στην υγεία, στην εκπαίδευση, στο περιβάλλον, στην εργασία, στην πρόνοια, στην ασφάλεια- προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της συνοχής της κοινωνίας.
* Χρειάζεται να κατανοήσουμε ότι μια αντιστροφή των προτεραιοτήτων καταλήγει στην αποτυχία της αγοράς σε δύο θεμελιώδη πεδία: εκείνο της κοινωνικής δικαιοσύνης και εκείνο της κοινωνικής ποιότητας. Αυτό δεν συνεπάγεται με κανέναν τρόπο τον κρατισμό, την καθυπόταξη της αγοράς και της κοινωνίας στο κράτος. Αντίθετα μάλιστα η αναβάθμιση του δημόσιου συμφέροντος περνάει μέσα από μια ριζική αποδιάρθρωση του κοινωνικού προστατευτισμού. Υπάρχει πράγματι ένας καλός φιλελευθερισμός που η κεντροαριστερά θα’ πρεπε να τον οικειοποιηθεί, καθώς μάλιστα η δεξιά φροντίζει να μην τον εφαρμόζει.
* Ως κοινωνικό προστατευτισμό εννοώ ουσιαστικά τρεις παθολογίες της δημόσιας παρέμβασης: την παρέμβαση του κράτους ως μεσολαβητή σε κάθε κοινωνικά σημαντική σύγκρουση, τη γραφειοκρατική διόγκωση του κράτους, την «εκλογική» κρατική εξυπηρέτηση συντεχνιακών συμφερόντων με αποτέλεσμα τη νέκρωση της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την πρώτη συγκροτώντας ένα αυτόνομο σύστημα διαιτητικής μεσολάβησης. Τη δεύτερη, με την πληροφορική αυτοματοποίηση της δημόσιας υπηρεσίας. Και την τρίτη με μιαν ουσιαστικη ενίσχυση του κύρους της αρχής προστασίας του ανταγωνισμού.
* Ολα αυτά αποβλέπουν στο να απελευθερώσουν το κράτος από το περιττό βάρος που το παραλύει, στο να εκκαθαρίσουν το έδαφος προκειμένου να ασκήσει τον αληθινό του ρόλο: τον ρόλο του προγραμματιστή και όχι του διαχειριστή της κοινωνίας πολιτών.
Αυτόν το ρόλο έπρεπε να τον ασκεί με δύο τρόπους: επιλέγοντας τα μεγάλα κοινωνικά συστήματα που το κράτος αναλαμβάνει την ευθύνη να κυβερνήσει και ορίζοντας στόχους και δημοκρατικές διαδικασίες διακυβέρνησης αυτών των συστημάτων.
* Τα «συστήματα» -λίγα και αποφασιστικά- είναι εύκολο να προσδιοριστούν. Συγκροτούν τη δομή των αναπτυγμένων βιομηχανικών κοινωνιών με αφετηρία τις βασικές τους ανάγκες: τη θέση εργασίας, την υγεία, τη σύνταξη, ένα ανεκτό περιβάλλον, μια αξιόπιστη εγγύηση προσωπικής ασφάλειας.
Λιγότερο εύκολο είναι να προσδιοριστούν και κυρίως να μετρηθούν «ποσοτικά» οι στόχοι. Ωστόσο, χωρίς αυτήν την ποσοτική μέτρηση, με την έννοια του καθορισμού των δεικτών και των παραμέτρων, κάθε προγραμματικός λόγος γίνεται μια ανούσια φλυαρία.
Κατά τη διαδικασία του ποσοτικού προσδιορισμού αναδύονται οι προκλήσεις, τα εμπόδια, οι αντιστάσεις, τα μεγάλα πολιτικά διακυβεύματα. Εκείνο της απασχόλησης πρώτο απ’ όλα.
* Μια αυθεντική μεταρρυθμιστική πολιτική δύναμη πρέπει να αναλάβει συγκεκριμένα ως θεμελιώδη πολιτική της δέσμευση τον στόχο της πλήρους απασχόλησης. Στη δεκαετία του 1950 αυτός ο στόχος αναλήφθηκε ρητά όχι μόνον από τις ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατίες αλλά -και μάλιστα με νομοθετική μορφή- και από τη μεγάλη αμερικανική δημοκρατία. Το θεμελιώδες εργαλείο για την υλοποίηση αυτής της δέσμευσης ήταν η μακροοικονομική πολιτική της ενίσχυσης της ζήτησης.
* Σήμερα αυτό το εργαλείο δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά μόνο σε ηπειρωτικό (ευρωπαϊκό επίπεδο). Αλλά η πλήρης και καλή απασχόληση μπορεί να επιδιωχθεί και σε εθνικό επίπεδο από μια πολιτική της προσφοράς, που αναθέτει στο κράτος την ευθύνη ενός προγράμματος συστηματικής και συνεχούς εκπαίδευσης, συνδεδεμένου με ένα σύστημα πρόβλεψης της ζήτησης και της προσφοράς εργασίας και με ένα σύστημα προσωποποιημένης υποβοήθησης της ένταξης των εργαζομένων στην αγορά εργασίας.