Είκοσι χρόνια και ένας φονικός φράχτης
Γκαζμέντ Καπλάνι, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2011-01-18
Στις 15 Ιανουαρίου συµπληρώθηκαν ακριβώς είκοσι χρόνια από την ηµέρα που πέρασα τα σύνορα και ήρθα στην Ελλάδα. Μαζί µε ένα καραβάνι ανθρώπων, όπως περιγράφω τη σκηνή στο βιβλίο µου «Μικρόηµερολόγιο συνόρων». Περνούσαµε έναν φονικό φράχτη που µας είχε χωρίσει βίαια για πέντε δεκαετίες από τον κόσµο, που µετέτρεψε την Αλβανία σε φυλακή και µας είχε πετάξει έξω από τον χρόνο.
Οι αλβανοί φύλακες µε τα Καλάσνικοφ ήταν ακόµα εκεί.
Το καθεστώς κατέρρεε, επικρατούσε χάος, δεν ήξεραν αν έπρεπε να µας πυροβολήσουν – όπως είχαν κάνει σε χιλιάδες περιπτώσεις µέχρι τότε – ή να µας αφήσουν να περάσουµε. Τελικά, έκαναν στην άκρη και µας άφησαν. Θυµάµαι τα φονικά τους βλέµµατα ενώ µας έβλεπαν να τρέχουµε σαν λυσσασµένοι για να περάσουµε στην άλλη πλευρά των συνόρων, στην άλλη πλευρά του κόσµου.
Θυµάµαι τα δικά µας λυσσασµένα βλέµµατα ενώ σκίσαµε τα καταραµένα συρµατοπλέγµατα: ποιος ξέρει πόσοι και πόσοι, πριν από µας, είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή εκεί. Και µετά η κραυγή: «Περάσαµε τα σύνορα!». Απίστευτο και τόσο µεθυστικό!
Προχθές σκεφτόµουν ξανά αυτές τις στιγµές.
Σκεφτόµουν προπαντός ότι είµαι πολύ τυχερός: είδα το ολοκληρωτικό καθεστώς να καταρρέει και δεν έζησα φυλακισµένος στην ίδια µου τη χώρα σαν τους γονείς µου. Σκεφτόµουν πώς πέρασαν τα είκοσι χρόνια. Πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια, ειδικά όταν είσαι µετανάστης και πρέπει να αρχίσεις τη ζωή σου από το µηδέν. Γιατί αυτό σηµαίνει να είσαι µετανάστης: να ξαναρχίσεις τη ζωή σου από το µηδέν.
Σκεφτόµουν τις ερωτήσεις που µουκάνουν κάθε τόσο φίλοι και αναγνώστες. Εάν έχω µετανιώσει ποτέ που έφυγα και εάν σκέφτοµαι καµιά φορά την επιστροφή. ∆εν µετάνιωσα ποτέ και οι επιστροφές δενµ’ αρέσουν. Σε τελευταία ανάλυση, ήθελαπάντα να ζήσω αλλού.
Και αυτά τα είκοσι χρόνια ήταν τα πιο δηµιουργικά της ζωής µου.
Σκεφτόµουν τους ανθρώπους που µου έδωσαν το χέρι όταν µε περικύκλωνε το σκοτάδι και η αβάσταχτη άγνοια που κουβαλούσα µαζί µου, σε µια ξένη χώρα όπου δεν ήξερα κανέναν άνθρωπο και καµία λέξη. ∆εν θα αναφέρω εδώ τα ονόµατά τους. ∆εν θα το ήθελαν ούτε οι ίδιοι.
Σκεφτόµουν και άλλα. Οπως, λόγου χάριν, ότι εάν είσαι µετανάστης, όταν έρχεσαι από το πουθενά, δεν σου συγχωρούν ούτε την αποτυχία ούτε την επιτυχία. Εάν αποτύχεις, θα σου πουν «καλά να πάθεις!». Εάν πετύχεις αρκετοί είναι αυτοί, φτωχοδιάβολοι ή «δυνατοί», που θα πουν: «Κοίτα, ο κωλοξένος έχει και το θράσος να πετύχει!». Κάποιοι από αυτούς, που διαθέτουν και εξουσία, παίρνουν και όρκο να σε τσακίσουν.
Εάν το καλοσκεφτείς, πρέπει ναείµαι ευγνώµων και σε αυτούς. Φαίνεται παράξενο αλλά µου έδωσαν περισσότερα κίνητρα για να αντέξω. Μου άνοιξαν πιο πολύ την όρεξη να πετύχω. ∆εν ξέρω ποια είναι η φόρµουλα της επιτυχίας στη µετανάστευση. Νοµίζω ότι είναι η ίδια όπως και στη ζωή: κράτα το καλό που σου δίνεται, γράψε στα παλιά σου τα παπούτσια το κακό που θα συναντήσεις και τράβα µπροστά. Και µην ξεχάσεις ποτέ ότι σε αυτόν τον κόσµο είµαστε όλοι µετανάστες. Με µια προσωρινή άδεια παραµονής πάνω σε αυτήν τη γη, αθεράπευτα περαστικοί...
Οι αλβανοί φύλακες µε τα Καλάσνικοφ ήταν ακόµα εκεί.
Το καθεστώς κατέρρεε, επικρατούσε χάος, δεν ήξεραν αν έπρεπε να µας πυροβολήσουν – όπως είχαν κάνει σε χιλιάδες περιπτώσεις µέχρι τότε – ή να µας αφήσουν να περάσουµε. Τελικά, έκαναν στην άκρη και µας άφησαν. Θυµάµαι τα φονικά τους βλέµµατα ενώ µας έβλεπαν να τρέχουµε σαν λυσσασµένοι για να περάσουµε στην άλλη πλευρά των συνόρων, στην άλλη πλευρά του κόσµου.
Θυµάµαι τα δικά µας λυσσασµένα βλέµµατα ενώ σκίσαµε τα καταραµένα συρµατοπλέγµατα: ποιος ξέρει πόσοι και πόσοι, πριν από µας, είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή εκεί. Και µετά η κραυγή: «Περάσαµε τα σύνορα!». Απίστευτο και τόσο µεθυστικό!
Προχθές σκεφτόµουν ξανά αυτές τις στιγµές.
Σκεφτόµουν προπαντός ότι είµαι πολύ τυχερός: είδα το ολοκληρωτικό καθεστώς να καταρρέει και δεν έζησα φυλακισµένος στην ίδια µου τη χώρα σαν τους γονείς µου. Σκεφτόµουν πώς πέρασαν τα είκοσι χρόνια. Πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια, ειδικά όταν είσαι µετανάστης και πρέπει να αρχίσεις τη ζωή σου από το µηδέν. Γιατί αυτό σηµαίνει να είσαι µετανάστης: να ξαναρχίσεις τη ζωή σου από το µηδέν.
Σκεφτόµουν τις ερωτήσεις που µουκάνουν κάθε τόσο φίλοι και αναγνώστες. Εάν έχω µετανιώσει ποτέ που έφυγα και εάν σκέφτοµαι καµιά φορά την επιστροφή. ∆εν µετάνιωσα ποτέ και οι επιστροφές δενµ’ αρέσουν. Σε τελευταία ανάλυση, ήθελαπάντα να ζήσω αλλού.
Και αυτά τα είκοσι χρόνια ήταν τα πιο δηµιουργικά της ζωής µου.
Σκεφτόµουν τους ανθρώπους που µου έδωσαν το χέρι όταν µε περικύκλωνε το σκοτάδι και η αβάσταχτη άγνοια που κουβαλούσα µαζί µου, σε µια ξένη χώρα όπου δεν ήξερα κανέναν άνθρωπο και καµία λέξη. ∆εν θα αναφέρω εδώ τα ονόµατά τους. ∆εν θα το ήθελαν ούτε οι ίδιοι.
Σκεφτόµουν και άλλα. Οπως, λόγου χάριν, ότι εάν είσαι µετανάστης, όταν έρχεσαι από το πουθενά, δεν σου συγχωρούν ούτε την αποτυχία ούτε την επιτυχία. Εάν αποτύχεις, θα σου πουν «καλά να πάθεις!». Εάν πετύχεις αρκετοί είναι αυτοί, φτωχοδιάβολοι ή «δυνατοί», που θα πουν: «Κοίτα, ο κωλοξένος έχει και το θράσος να πετύχει!». Κάποιοι από αυτούς, που διαθέτουν και εξουσία, παίρνουν και όρκο να σε τσακίσουν.
Εάν το καλοσκεφτείς, πρέπει ναείµαι ευγνώµων και σε αυτούς. Φαίνεται παράξενο αλλά µου έδωσαν περισσότερα κίνητρα για να αντέξω. Μου άνοιξαν πιο πολύ την όρεξη να πετύχω. ∆εν ξέρω ποια είναι η φόρµουλα της επιτυχίας στη µετανάστευση. Νοµίζω ότι είναι η ίδια όπως και στη ζωή: κράτα το καλό που σου δίνεται, γράψε στα παλιά σου τα παπούτσια το κακό που θα συναντήσεις και τράβα µπροστά. Και µην ξεχάσεις ποτέ ότι σε αυτόν τον κόσµο είµαστε όλοι µετανάστες. Με µια προσωρινή άδεια παραµονής πάνω σε αυτήν τη γη, αθεράπευτα περαστικοί...