Οι μετανάστες και οι δημοσκοπήσεις
Η κυβερνητική διαφωνία Μιχελάκη - Γρηγοράκου και η εμπέδωση μιας νέας κουλτούρας κυβερνήσεων συνεργασίας
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2014-03-22
Στον νέο Μεταναστευτικό Κώδικα που ήρθε προς ψήφιση στη Βουλή ένα άρθρο, το άρθρο 19, προέβλεπε πως αν ένας μετανάστης είναι μάρτυρας ή θύμα εγκληματικής ή ρατσιστικής πράξης δικαιούται να λάβει άδεια παραμονής για «ανθρωπιστικούς λόγους». Η διάταξη σχηματίστηκε στον νομικό κόσμο γιατί εκεί έξω, στον πραγματικό κόσμο, τα περιστατικά βίας κατά μεταναστών, νόμιμων ή παράνομων, με ή δίχως χαρτιά, είναι πολλά και συχνά και σπανίως καταγγέλλονται, αφού το θύμα βρίσκεται σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση έναντι του θύτη. Και άλλωστε, όταν καταγγέλλονται, συνήθως κουκουλώνονται.
Επειτα κάποιος σατανικός εγκέφαλος συνέλαβε την ιδέα ότι η διάταξη αυτή μπορεί να οδηγήσει σε καταχρήσεις και σε ψευδείς καταγγελίες, προκειμένου να εξασφαλίζεται η άδεια παραμονής. Και προσέθεσε στο άρθρο 19 μια επιπλέον πρόβλεψη: πως όποιος μετανάστης καταγγείλει ψευδώς ότι έπεσε θύμα ρατσιστικής βίας θα «απομακρύνεται άμεσα από τη χώρα». Αν δηλαδή ένας φουκαράς από το Μπανγκλαντές ή το Σουδάν φάει ξύλο στον δρόμο ή στο αστυνομικό τμήμα και έχει την αποκοτιά να το καταγγείλει, θα βρεθεί και δαρμένος και διωγμένος. Γιατί, φυσικά, το θύμα σπανίως έχει τα μέσα ή τη δύναμη να αποδείξει την κακοποίησή του.
Και έτσι, μια διάταξη που συντάχθηκε για να περιορίσει το φαινόμενο της βίας κατά των μεταναστών κατέληγε να είναι το αντίθετό της: ένα προσκλητήριο στη βία, με τη βεβαιότητα ότι κανένα θύμα δεν θα τολμήσει να κάνει μια καταγγελία που θα του στοιχίσει την άμεση απέλαση.
Σε επίπεδο νομικής σύλληψης η ιδέα είναι ανατριχιαστική. Η μετατροπή της «ψευδούς καταγγελίας» (δηλαδή της καταγγελίας που δεν μπορεί ο καταγγέλλων να αποδείξει) σε ιδιώνυμο αδίκημα, εάν γινόταν δεκτή, θα άνοιγε τον δρόμο σε πολλές ακόμη εφαρμογές. Στο θύμα βιασμού, φέρ’ ειπείν, αν τυχόν τολμήσει να τον καταγγείλει και δεν καταφέρει να αποδείξει την ενοχή του βιαστή, ποια παραδειγματική ποινή θα άξιζε;
Σε επίπεδο πολιτικό, τώρα, η υπόθεση πήρε άλλες διαστάσεις. Ο γαλάζιος υπουργός κατέθεσε την προσθήκη, ο πράσινος αναπληρωτής την απέσυρε, ο υπουργός την ξαναέφερε, ο αναπληρωτής την ξανααπέσυρε και χρειάστηκε να μιλήσουν τηλεφωνικά Σαμαράς από Βρυξέλλες και Βενιζέλος από Αθήνα για να συμφωνήσουν στη συνολική απόσυρση του επίμαχου άρθρου.
Η μεν Νέα Δημοκρατία είχε την ευκαιρία, έτσι, να κλείσει το μάτι στο πολιτικό ακροατήριο δεξιά της Δεξιάς, που λόγω κρίσης ψεκάστηκε και αυγάτισε, πως είναι κοντά τους, είναι δική τους, τους νιώθει. Και πως, αν είχε τα χέρια λυμένα, αν δηλαδή της δώσουν τη δυνατότητα να κυβερνήσει αυτοδύναμη, ψηφίζοντάς την στις επόμενες εκλογές, αντί να σπαταλούν την ψήφο τους αλλού, θα είναι ένα αληθινό κόμμα του νόμου και της τάξης.
Το δε ΠαΣοΚ είχε μια ευκαιρία να αποδείξει στο ανήσυχο κεντροαριστερό ακροατήριο, που οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν πολυάριθμο πλην πολιτικά ανέστιο και κινδυνεύει να το πάρει το ποτάμι, τη χρησιμότητά του ως ανάχωμα και δύναμη δημοκρατικής εξισορρόπησης στα πλαίσια της κυβερνητικής συνεργασίας.
Σύμφωνοι. Αλλά με κίνδυνο να πω κάτι τετριμμένο και «πολιτικά ορθό», θα ήθελα να θυμίσω ότι μια ισορροπημένη μεταναστευτική πολιτική με ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα είναι θέμα πολύ σοβαρό για να γίνεται πεδίο πολιτικού θεάτρου. Και με κίνδυνο να πω κάτι ακόμη πιο τετριμμένο και αυτονόητο, θα ήθελα να θυμίσω αυτό που οι δημοσκοπήσεις καθημερινά πια διαπιστώνουν: ότι το εκλογικό σώμα δεν έχει διάθεση να ξαναδεί αυτοδύναμη, μονοκομματική κυβέρνηση, δεν έχει διάθεση να ξαναδώσει εισιτήριο ελευθέρας σε κάποιου κόμματος τον μηχανισμό να κάνει ό,τι θέλει.
Οι κυβερνήσεις συνεργασίας θα είναι για το ορατό μέλλον η καλή μας μοίρα. Μπορεί να προκαλούν πότε πότε μπάχαλο, τριβές και ασυνεννοησίες, μπορεί να κάνουν τη ζωή του νομοθέτη πιο δύσκολη, αλλά αυτό είναι ένα τίμημα που αξίζει να πληρώσει κανείς για να μην επιτρέπει σε ιδιοτελείς πολιτικές ιδεοληψίες να υλοποιούνται αναντίρρητα και σε κομματικούς στρατούς να ανασυνταχθούν εντός των τειχών του λεηλατημένου κράτους.
Επειτα κάποιος σατανικός εγκέφαλος συνέλαβε την ιδέα ότι η διάταξη αυτή μπορεί να οδηγήσει σε καταχρήσεις και σε ψευδείς καταγγελίες, προκειμένου να εξασφαλίζεται η άδεια παραμονής. Και προσέθεσε στο άρθρο 19 μια επιπλέον πρόβλεψη: πως όποιος μετανάστης καταγγείλει ψευδώς ότι έπεσε θύμα ρατσιστικής βίας θα «απομακρύνεται άμεσα από τη χώρα». Αν δηλαδή ένας φουκαράς από το Μπανγκλαντές ή το Σουδάν φάει ξύλο στον δρόμο ή στο αστυνομικό τμήμα και έχει την αποκοτιά να το καταγγείλει, θα βρεθεί και δαρμένος και διωγμένος. Γιατί, φυσικά, το θύμα σπανίως έχει τα μέσα ή τη δύναμη να αποδείξει την κακοποίησή του.
Και έτσι, μια διάταξη που συντάχθηκε για να περιορίσει το φαινόμενο της βίας κατά των μεταναστών κατέληγε να είναι το αντίθετό της: ένα προσκλητήριο στη βία, με τη βεβαιότητα ότι κανένα θύμα δεν θα τολμήσει να κάνει μια καταγγελία που θα του στοιχίσει την άμεση απέλαση.
Σε επίπεδο νομικής σύλληψης η ιδέα είναι ανατριχιαστική. Η μετατροπή της «ψευδούς καταγγελίας» (δηλαδή της καταγγελίας που δεν μπορεί ο καταγγέλλων να αποδείξει) σε ιδιώνυμο αδίκημα, εάν γινόταν δεκτή, θα άνοιγε τον δρόμο σε πολλές ακόμη εφαρμογές. Στο θύμα βιασμού, φέρ’ ειπείν, αν τυχόν τολμήσει να τον καταγγείλει και δεν καταφέρει να αποδείξει την ενοχή του βιαστή, ποια παραδειγματική ποινή θα άξιζε;
Σε επίπεδο πολιτικό, τώρα, η υπόθεση πήρε άλλες διαστάσεις. Ο γαλάζιος υπουργός κατέθεσε την προσθήκη, ο πράσινος αναπληρωτής την απέσυρε, ο υπουργός την ξαναέφερε, ο αναπληρωτής την ξανααπέσυρε και χρειάστηκε να μιλήσουν τηλεφωνικά Σαμαράς από Βρυξέλλες και Βενιζέλος από Αθήνα για να συμφωνήσουν στη συνολική απόσυρση του επίμαχου άρθρου.
Η μεν Νέα Δημοκρατία είχε την ευκαιρία, έτσι, να κλείσει το μάτι στο πολιτικό ακροατήριο δεξιά της Δεξιάς, που λόγω κρίσης ψεκάστηκε και αυγάτισε, πως είναι κοντά τους, είναι δική τους, τους νιώθει. Και πως, αν είχε τα χέρια λυμένα, αν δηλαδή της δώσουν τη δυνατότητα να κυβερνήσει αυτοδύναμη, ψηφίζοντάς την στις επόμενες εκλογές, αντί να σπαταλούν την ψήφο τους αλλού, θα είναι ένα αληθινό κόμμα του νόμου και της τάξης.
Το δε ΠαΣοΚ είχε μια ευκαιρία να αποδείξει στο ανήσυχο κεντροαριστερό ακροατήριο, που οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν πολυάριθμο πλην πολιτικά ανέστιο και κινδυνεύει να το πάρει το ποτάμι, τη χρησιμότητά του ως ανάχωμα και δύναμη δημοκρατικής εξισορρόπησης στα πλαίσια της κυβερνητικής συνεργασίας.
Σύμφωνοι. Αλλά με κίνδυνο να πω κάτι τετριμμένο και «πολιτικά ορθό», θα ήθελα να θυμίσω ότι μια ισορροπημένη μεταναστευτική πολιτική με ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα είναι θέμα πολύ σοβαρό για να γίνεται πεδίο πολιτικού θεάτρου. Και με κίνδυνο να πω κάτι ακόμη πιο τετριμμένο και αυτονόητο, θα ήθελα να θυμίσω αυτό που οι δημοσκοπήσεις καθημερινά πια διαπιστώνουν: ότι το εκλογικό σώμα δεν έχει διάθεση να ξαναδεί αυτοδύναμη, μονοκομματική κυβέρνηση, δεν έχει διάθεση να ξαναδώσει εισιτήριο ελευθέρας σε κάποιου κόμματος τον μηχανισμό να κάνει ό,τι θέλει.
Οι κυβερνήσεις συνεργασίας θα είναι για το ορατό μέλλον η καλή μας μοίρα. Μπορεί να προκαλούν πότε πότε μπάχαλο, τριβές και ασυνεννοησίες, μπορεί να κάνουν τη ζωή του νομοθέτη πιο δύσκολη, αλλά αυτό είναι ένα τίμημα που αξίζει να πληρώσει κανείς για να μην επιτρέπει σε ιδιοτελείς πολιτικές ιδεοληψίες να υλοποιούνται αναντίρρητα και σε κομματικούς στρατούς να ανασυνταχθούν εντός των τειχών του λεηλατημένου κράτους.