Ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο Πάγκαλος, η Αριστερά κι η Κρίση
Βασίλης Μπογιατζής, Δημοσιευμένο: 2011-01-23
Πάντοτε απορούσα με τη δυσανεξία που εκδήλωνε η Αριστερά απέναντι και στο συνολικό έργο –και όχι μόνο– του Παναγιώτη Κονδύλη, αλλά και στις παρατηρήσεις του σε ό, τι αφορούσε την ελληνική περίπτωση. και πράγματι, πολλά θα είχε να του προσάψει κανείς: ανιστορική θεώρηση του 19ου αιώνα από την οποία απέρρευσαν οι θεωρήσεις του περί «νόθου» κοινοβουλευτισμού και εσαεί ατελούς εκσυγχρονισμού, πολιτισμικές παρά πολιτικές εκτιμήσεις για την ελληνική νεωτερικότητα, αποδοχή της θεώρησης «κέντρου»-«περιφέρεια» και συνηγορία υπέρ της «καθολικής περιφερειακότητας» της ελληνικής περίπτωσης, και τέλος, αναγωγή της πελατειοκρατίας σε ουσιακή σταθερά του νεοελληνικού πολιτικού βίου. * Ωστόσο, αυτές οι θέσεις δεν απείχαν ανάλογων τοποθετήσεων μιας ορισμένης –ακαδημαϊκής, πολιτικής, πολιτισμικής, δημοσιογραφικής– Αριστεράς. Με αυτή την έννοια, δεν είναι δυνατό να εντοπισθούν σε αυτές οι ρίζες της προαναφερθείσας δυσανεξίας. αλλού, ενδεχομένως, ριζώνει η δυσφορία.
Είναι γνωστά όλα όσα έχει πει το τελευταίο διάστημα ο Πάγκαλος. δεν θα τα επαναλάβω εδώ (όπως και να’ χει, άλλη χάρη έχει να παραπέμπεις στον Κονδύλη, άλλη –αν υπάρχει και καμία– στον Πάγκαλο). Τι έλεγε όμως, ο Κονδύλης ήδη από τη δεκαετία του ’90 για την τρέχουσα ελληνική κατάσταση; Πράγματα που τώρα τείνουν να γίνουν κοινοί τόποι της ρητορικής εκείνων οι οποίοι τότε τα αποτάσσονταν μετά βδελυγμίας. Μιλούσε λ.χ. για «παρασιτικό καταναλωτισμό», χρησιμοποιώντας τον όρο όχι ηθικιστικά, γιατί θα ήταν «εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας», αλλά κυριολεκτικά, «για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση –και αξιοπρέπεια – ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώνει παρασιτεί» δανειζόμενη και υποθηκεύοντας πόρους του μέλλοντος. Επρόκειτο για τη συνθήκη όπου το ξεπούλημα του έθνους και των εν λόγω πόρων έπαιρνε τη μορφή «αγορά[ς] αυστριακών μπισκότων για σκύλους και […] οργάνωση[ς] τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασφαλίζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας», τη συνθήκη «όπου το κράτος και το έθνος βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του “πολιτικού κόσμου”, σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και το τσόκαρο των Αθηνών».
Εντόπιζε τον κατακερματισμένο χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας και τους επιμέρους προσανατολισμούς συγκεκριμένων συμφερόντων: οι ευρύτερες μάζες, τόνιζε, έχουν βρει τον δρόμο καθώς «[…] καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, όποτε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη τη συνείδηση το κλέβουν νόμιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα “αυθαίρετα” ίσαμε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας (ούτε το 50 % του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης!) και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σε ό, τι παράγεται και σ’ ό, τι καταναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου». Κι ήταν αυτός ο κατακερματισμός και η αδιαφορία για τον ορισμό ενός «κοινού», που οδηγούσε σε μια μορφή «κοινωνικής συμβίωσης, όπου ο ένας “κλάδος” ζει απομυζώντας άμεσα ή έμμεσα (δηλ. μέσω της κυβερνητικής διαχείρισης των δημοσίων πόρων) κάποιον άλλον, ενώ όλοι μαζί ζουν υποθηκεύοντας το εθνικό μέλλον», αλλά και σε ευρύτερης εμβέλειας συνέπειες: αφενός, την υποβάθμιση της χώρας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο: «Πάντως την πορεία και την έκβασή της [της σύγκρουσης με τους Ευρωπαίους εταίρους] τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολλάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος». αφετέρου, το να υφίστανται τις συνέπειες της όποιας εκλογίκευσης οι λιγότερο ισχυρές ομάδες της πελατείας: οι όποιες «οικονομίες επιβλήθηκαν ακριβώς με πελατειακά κριτήρια (σε όσους δηλαδή δεν διαθέτουν ισχυρά μέσα εκβιασμού) και παρέμειναν ανεπαρκείς επίσης από τον φόβο εξέγερσης των ισχυρών ομάδων της πελατείας».
Και κάπου μέσα σε όλα αυτά, τοποθετούσε, για να χρησιμοποιήσω και μια έκφραση του συρμού, την Αριστερά στο «κάδρο της κρίσης» που επέφερε ο παρασιτικός καταναλωτισμός: «ιδιαίτερα ιλαροτραγική από την άποψη αυτήν παρουσιάζεται η θέση της “αριστεράς”, η οποία όντας οιονεί καταδικασμένη να υπερασπίζει τα “λαϊκά” αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται “λαός” – υποχρεώνεται δηλαδή εξ αντικειμένου να προωθεί την εκποίηση της χώρας, αρκεί ο “λαός” να ζητά την εκποίηση αυτήν». Και κάπου εδώ, ίσως και να εντοπίζεται η ρίζα της δυσανεξίας που ανέφερα στην αρχή.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο Πάγκαλος έχει δίκιο κι ότι η βολεμένη αλαζονεία και αυθάδειά του θεμελιώνεται στο σθένος του κονδυλικού στοχασμού; Όχι βέβαια. ο Κονδύλης έχει ήδη δώσει, όπως έχει διαφανεί από τα προηγούμενα, τα εργαλεία κατάταξης μιας λιπαρής υποκρισίας που με θράσος ισχυρίζεται ότι ουδέποτε συμμετείχε στο μεταπολιτευτικό πελατειακό αλισβερίσι αν και πυλώνας των γνωστών πρακτικών: «Η σημερινή κατάσταση του “πολιτικού κόσμου” δεν απέχει ουσιαστικά από τη γενική κατάσταση του περιούσιου λαού και αποτελεί επίσης ισχυρότατο εμπόδιο για την εκλογίκευση της εθνικής πολιτικής. Αν ο “πολιτικός κόσμος” κάποτε εμφανίζεται χειρότερος από τον “λαό”, ενώ είναι απλώς ο ίδιος, ο λόγος είναι ότι ο “λαός” ή όσοι μιλούν εκάστοτε στο όνομά του έχουν ένα τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στον “πολιτικό κόσμο”: μπορούν να τον αποκαλούν ανίκανο ή διεφθαρμένο χωρίς να φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες –απεναντίας μάλιστα, αποκτούν πολύτιμους και εξαργυρώσιμους τίτλους κηνσόρων. Αλίμονο όμως σ’ έναν κοινοβουλευτικό πολιτικό αν τολμήσει να αποκαλέσει τον δήμο ηλίθιο ή ιδιοτελή ή αδιάφορο για το εθνικό μέλλον. η σταδιοδρομία του σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ικανότητά του να εγκωμιάζει τις μεγάλες ψυχικές αρετές και την ευθυκρισία ή τουλάχιστον το αλάνθαστο αίσθημα του “λαού μας”».
Ο Πάγκαλος ανήκει σε εκείνους τους πολιτικούς που «μεταξύ τους έχει […] εμπεδωθεί, αν όχι η ξεκάθαρη συνείδηση, πάντως η πρακτική του ότι αποτελούν κι αυτοί, όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδο με ειδικά συμφέροντα, με μόνη τη διαφορά ότι ο κλάδος αυτός εξυπηρετεί τα ειδικά του συμφέροντα διαχειριζόμενος ή εκποιώντας τα γενικά συμφέροντα προς όφελος πολυπληθέστατων τρίτων […]. Ένας τέτοιος “πολιτικός κόσμος” δεν θα είναι ποτέ ικανός ως σύνολο να θέσει και να λύσει το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής επιβίωσης παρά μόνον ευκαιριακά και φραστικά. είναι ο ίδιος όχι μόνο προαγωγός, αλλά και αλλά και προϊόν του κοινωνικού παρασιτισμού, ανήμπορος εκ της φύσεώς του να αντιταχθεί στον “λαό”, όταν ο “λαός” απαιτεί την εκποίηση του έθνους για να καταναλώσει περισσότερο και να εργασθεί λιγότερο. Πέρα απ’ αυτό είναι ανίκανος να κάνει κάτι διαφορετικό απ’ ό, τι κάνει λόγω του επιπέδου και του ποιού του. Ότι ο σημερινός ελληνικός “πολιτικός κόσμος”, κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό. αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδουμένων». Εξ ου και η μέριμνα για την αναπαραγωγή και ατιμωρησία τους.
Αλλού λοιπόν, είναι το θέμα: αν μπορεί ένας αριστερός πολιτικός φορέας να θεματοποιήσει με συνέπεια και να υποστηρίξει διακριτά κάποια από τα ζητήματα που έθεσε ο Κονδύλης, προφανώς χωρίς να τον εκλαμβάνει ως ιδεολογικό προφήτη: την ανάγκη υπεράσπισης της καθολικότητας και του δημοσίου συμφέροντος από την όποια ιδιοτελή και ιδιωτική οικειοποίησή τους. την άρθρωση πολιτικού λόγου με στόχο όχι την αναπαραγωγή του πολιτικού προσωπικού, αλλά τις κοινωνικές ανάγκες. την αναγνώριση του επείγοντος της τωρινής συνθήκης και της ανάγκης –επιτέλους– αναλογικής κατανομής των βαρών για την υπέρβασή της. την υπεύθυνη και ισότιμη συνδιαχείριση των κοινών από όλους. την αμείλικτη υπεράσπιση της φορολογικής ισότητας και αναλογικότητας, τη ριζική αποκοπή από την κλαδική νοοτροπία, την κριτική του ανιστόρητου ελληνοκεντρισμού, τον χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας. την επεξεργασία θέσεων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, τον ουσιαστικό και όχι λειτουργικό εκσυγχρονισμό και τις ψευδεπίγραφες αποφύσεις του. Κατανοώ ότι ο μεμονωμένος διανοούμενος έχει την άνεση να εκφέρει κρίσεις χωρίς τον κίνδυνο αυτολογοκρισίας λόγω της απεύθυνσης σε δυνάμει πολιτικά ακροατήρια. Ο πολιτικός φορέας όμως, χρειάζεται να έχει το σθένος να διαμορφώσει αιχμηρές θέσεις, για να καταλάβει τη θέση του στο πολιτικό φάσμα. αν έχει βέβαια τη δύναμη και τη διάθεση. μέχρι τότε, ο –κάθε– Πάγκαλος θα μπορεί ανεμπόδιστα «να φτύνει» –και όχι μόνο – «εκεί που τρώει».
-----
* Αν και είναι άκομψη η αυτοαναφορά, έχω προσπαθήσει την κατά το δυνατόν σφαιρική πραγμάτευση των σχετικών απόψεων του Κονδύλη στο Μπογιατζής Β., «Παναγιώτης Κονδύλης και Ελληνική Νεωτερικότητα: μερικές σκέψεις με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από τον θάνατό του». 2009. Περιοδικό Σημειώσεις, τχ. 69, Ιούλιος 2009, σ.σ. 7-55.
Είναι γνωστά όλα όσα έχει πει το τελευταίο διάστημα ο Πάγκαλος. δεν θα τα επαναλάβω εδώ (όπως και να’ χει, άλλη χάρη έχει να παραπέμπεις στον Κονδύλη, άλλη –αν υπάρχει και καμία– στον Πάγκαλο). Τι έλεγε όμως, ο Κονδύλης ήδη από τη δεκαετία του ’90 για την τρέχουσα ελληνική κατάσταση; Πράγματα που τώρα τείνουν να γίνουν κοινοί τόποι της ρητορικής εκείνων οι οποίοι τότε τα αποτάσσονταν μετά βδελυγμίας. Μιλούσε λ.χ. για «παρασιτικό καταναλωτισμό», χρησιμοποιώντας τον όρο όχι ηθικιστικά, γιατί θα ήταν «εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας», αλλά κυριολεκτικά, «για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση –και αξιοπρέπεια – ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώνει παρασιτεί» δανειζόμενη και υποθηκεύοντας πόρους του μέλλοντος. Επρόκειτο για τη συνθήκη όπου το ξεπούλημα του έθνους και των εν λόγω πόρων έπαιρνε τη μορφή «αγορά[ς] αυστριακών μπισκότων για σκύλους και […] οργάνωση[ς] τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασφαλίζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας», τη συνθήκη «όπου το κράτος και το έθνος βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του “πολιτικού κόσμου”, σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και το τσόκαρο των Αθηνών».
Εντόπιζε τον κατακερματισμένο χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας και τους επιμέρους προσανατολισμούς συγκεκριμένων συμφερόντων: οι ευρύτερες μάζες, τόνιζε, έχουν βρει τον δρόμο καθώς «[…] καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, όποτε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη τη συνείδηση το κλέβουν νόμιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα “αυθαίρετα” ίσαμε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας (ούτε το 50 % του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης!) και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σε ό, τι παράγεται και σ’ ό, τι καταναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου». Κι ήταν αυτός ο κατακερματισμός και η αδιαφορία για τον ορισμό ενός «κοινού», που οδηγούσε σε μια μορφή «κοινωνικής συμβίωσης, όπου ο ένας “κλάδος” ζει απομυζώντας άμεσα ή έμμεσα (δηλ. μέσω της κυβερνητικής διαχείρισης των δημοσίων πόρων) κάποιον άλλον, ενώ όλοι μαζί ζουν υποθηκεύοντας το εθνικό μέλλον», αλλά και σε ευρύτερης εμβέλειας συνέπειες: αφενός, την υποβάθμιση της χώρας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο: «Πάντως την πορεία και την έκβασή της [της σύγκρουσης με τους Ευρωπαίους εταίρους] τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολλάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος». αφετέρου, το να υφίστανται τις συνέπειες της όποιας εκλογίκευσης οι λιγότερο ισχυρές ομάδες της πελατείας: οι όποιες «οικονομίες επιβλήθηκαν ακριβώς με πελατειακά κριτήρια (σε όσους δηλαδή δεν διαθέτουν ισχυρά μέσα εκβιασμού) και παρέμειναν ανεπαρκείς επίσης από τον φόβο εξέγερσης των ισχυρών ομάδων της πελατείας».
Και κάπου μέσα σε όλα αυτά, τοποθετούσε, για να χρησιμοποιήσω και μια έκφραση του συρμού, την Αριστερά στο «κάδρο της κρίσης» που επέφερε ο παρασιτικός καταναλωτισμός: «ιδιαίτερα ιλαροτραγική από την άποψη αυτήν παρουσιάζεται η θέση της “αριστεράς”, η οποία όντας οιονεί καταδικασμένη να υπερασπίζει τα “λαϊκά” αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται “λαός” – υποχρεώνεται δηλαδή εξ αντικειμένου να προωθεί την εκποίηση της χώρας, αρκεί ο “λαός” να ζητά την εκποίηση αυτήν». Και κάπου εδώ, ίσως και να εντοπίζεται η ρίζα της δυσανεξίας που ανέφερα στην αρχή.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο Πάγκαλος έχει δίκιο κι ότι η βολεμένη αλαζονεία και αυθάδειά του θεμελιώνεται στο σθένος του κονδυλικού στοχασμού; Όχι βέβαια. ο Κονδύλης έχει ήδη δώσει, όπως έχει διαφανεί από τα προηγούμενα, τα εργαλεία κατάταξης μιας λιπαρής υποκρισίας που με θράσος ισχυρίζεται ότι ουδέποτε συμμετείχε στο μεταπολιτευτικό πελατειακό αλισβερίσι αν και πυλώνας των γνωστών πρακτικών: «Η σημερινή κατάσταση του “πολιτικού κόσμου” δεν απέχει ουσιαστικά από τη γενική κατάσταση του περιούσιου λαού και αποτελεί επίσης ισχυρότατο εμπόδιο για την εκλογίκευση της εθνικής πολιτικής. Αν ο “πολιτικός κόσμος” κάποτε εμφανίζεται χειρότερος από τον “λαό”, ενώ είναι απλώς ο ίδιος, ο λόγος είναι ότι ο “λαός” ή όσοι μιλούν εκάστοτε στο όνομά του έχουν ένα τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στον “πολιτικό κόσμο”: μπορούν να τον αποκαλούν ανίκανο ή διεφθαρμένο χωρίς να φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες –απεναντίας μάλιστα, αποκτούν πολύτιμους και εξαργυρώσιμους τίτλους κηνσόρων. Αλίμονο όμως σ’ έναν κοινοβουλευτικό πολιτικό αν τολμήσει να αποκαλέσει τον δήμο ηλίθιο ή ιδιοτελή ή αδιάφορο για το εθνικό μέλλον. η σταδιοδρομία του σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ικανότητά του να εγκωμιάζει τις μεγάλες ψυχικές αρετές και την ευθυκρισία ή τουλάχιστον το αλάνθαστο αίσθημα του “λαού μας”».
Ο Πάγκαλος ανήκει σε εκείνους τους πολιτικούς που «μεταξύ τους έχει […] εμπεδωθεί, αν όχι η ξεκάθαρη συνείδηση, πάντως η πρακτική του ότι αποτελούν κι αυτοί, όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδο με ειδικά συμφέροντα, με μόνη τη διαφορά ότι ο κλάδος αυτός εξυπηρετεί τα ειδικά του συμφέροντα διαχειριζόμενος ή εκποιώντας τα γενικά συμφέροντα προς όφελος πολυπληθέστατων τρίτων […]. Ένας τέτοιος “πολιτικός κόσμος” δεν θα είναι ποτέ ικανός ως σύνολο να θέσει και να λύσει το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής επιβίωσης παρά μόνον ευκαιριακά και φραστικά. είναι ο ίδιος όχι μόνο προαγωγός, αλλά και αλλά και προϊόν του κοινωνικού παρασιτισμού, ανήμπορος εκ της φύσεώς του να αντιταχθεί στον “λαό”, όταν ο “λαός” απαιτεί την εκποίηση του έθνους για να καταναλώσει περισσότερο και να εργασθεί λιγότερο. Πέρα απ’ αυτό είναι ανίκανος να κάνει κάτι διαφορετικό απ’ ό, τι κάνει λόγω του επιπέδου και του ποιού του. Ότι ο σημερινός ελληνικός “πολιτικός κόσμος”, κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό. αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδουμένων». Εξ ου και η μέριμνα για την αναπαραγωγή και ατιμωρησία τους.
Αλλού λοιπόν, είναι το θέμα: αν μπορεί ένας αριστερός πολιτικός φορέας να θεματοποιήσει με συνέπεια και να υποστηρίξει διακριτά κάποια από τα ζητήματα που έθεσε ο Κονδύλης, προφανώς χωρίς να τον εκλαμβάνει ως ιδεολογικό προφήτη: την ανάγκη υπεράσπισης της καθολικότητας και του δημοσίου συμφέροντος από την όποια ιδιοτελή και ιδιωτική οικειοποίησή τους. την άρθρωση πολιτικού λόγου με στόχο όχι την αναπαραγωγή του πολιτικού προσωπικού, αλλά τις κοινωνικές ανάγκες. την αναγνώριση του επείγοντος της τωρινής συνθήκης και της ανάγκης –επιτέλους– αναλογικής κατανομής των βαρών για την υπέρβασή της. την υπεύθυνη και ισότιμη συνδιαχείριση των κοινών από όλους. την αμείλικτη υπεράσπιση της φορολογικής ισότητας και αναλογικότητας, τη ριζική αποκοπή από την κλαδική νοοτροπία, την κριτική του ανιστόρητου ελληνοκεντρισμού, τον χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας. την επεξεργασία θέσεων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, τον ουσιαστικό και όχι λειτουργικό εκσυγχρονισμό και τις ψευδεπίγραφες αποφύσεις του. Κατανοώ ότι ο μεμονωμένος διανοούμενος έχει την άνεση να εκφέρει κρίσεις χωρίς τον κίνδυνο αυτολογοκρισίας λόγω της απεύθυνσης σε δυνάμει πολιτικά ακροατήρια. Ο πολιτικός φορέας όμως, χρειάζεται να έχει το σθένος να διαμορφώσει αιχμηρές θέσεις, για να καταλάβει τη θέση του στο πολιτικό φάσμα. αν έχει βέβαια τη δύναμη και τη διάθεση. μέχρι τότε, ο –κάθε– Πάγκαλος θα μπορεί ανεμπόδιστα «να φτύνει» –και όχι μόνο – «εκεί που τρώει».
-----
* Αν και είναι άκομψη η αυτοαναφορά, έχω προσπαθήσει την κατά το δυνατόν σφαιρική πραγμάτευση των σχετικών απόψεων του Κονδύλη στο Μπογιατζής Β., «Παναγιώτης Κονδύλης και Ελληνική Νεωτερικότητα: μερικές σκέψεις με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από τον θάνατό του». 2009. Περιοδικό Σημειώσεις, τχ. 69, Ιούλιος 2009, σ.σ. 7-55.