Γιατί κάνουμε λάθος όταν λέμε ΟΧΙ στην αξιολόγηση των Πανεπιστημίων
Γιάννης Κ. Μπασιάκος, Δημοσιευμένο: 2005-04-12
Η συζήτηση για την αξιολόγηση έχει "ανάψει" για τα καλά τον τελευταίο καιρό. Για τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. η αξιολόγηση αποτελεί ένα μέσο για την προώθηση συγκεκριμένων πολιτικών, με τις οποίες εμείς διαφωνούμε –και καλά κάνουμε. Το ερώτημα είναι: Είναι σωστό να διαφωνούμε και με τη διαδικασία αξιολόγησης; Ή πρέπει να θέτουμε την αξιολόγηση στη σωστή της βάση;
Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι σήμερα δεν γίνεται αξιολόγηση των ΑΕΙ και του έργου τους. Δυστυχώς το κάνει ήδη η "αγορά" με τις γνωστές αδιαφανείς και άδικες μεθόδους της. Οι υποψήφιοι επιλέγουν ιδρύματα και τμήματα εισαγωγής, με βάση κάποιο σύστημα αξιολόγησης, τις παραμέτρους του οποίου καθορίζουν με αφηρημένο τρόπο η "φήμη", η δυνατότητα απασχόλησης των αποφοίτων, οι φροντιστές και άλλοι. Από την άλλη πλευρά, η αγορά αποτιμά τους αποφοίτους μας και επιλέγει κατά προτεραιότητα αποφοίτους συγκεκριμένων ιδρυμάτων ή τμημάτων. Η κατάταξη των ιδρυμάτων και των τμημάτων τους υπάρχει ήδη, μόνο που γίνεται αδιαφανώς και αυθαιρέτως.
Όταν λοιπόν η ηγεσία του υπουργείου θέτει θέμα αξιολόγησης στο πλαίσιο της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, μας προσφέρει μια χρυσή ευκαιρία να βγούμε δημόσια και να αποκαλύψουμε το άδικο σύστημα που υπάρχει και να προτείνουμε το δικό μας.
Είναι γεγονός ότι τα περισσότερα ΑΕΙ στερούνται μιας δήλωσης στόχων. Πιστεύω ότι οι στόχοι της πανεπιστημιακής παιδείας πρέπει να αναφέρονται ρητά στην περιγραφή κάθε ιδρύματος. Μπορεί να υπάρχουν διαφορές σε επιμέρους ζητήματα, αλλά κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι βασικός στόχος κάθε ΑΕΙ είναι η παραγωγή νέας γνώσης και η παραγωγή αποφοίτων που να είναι σε θέση αφ’ ενός μεν να λύνουν προβλήματα στο επιστημονικό πεδίο της επιλογής τους και αφ’ ετέρου να μπορούν να αποκτήσουν νέες γνώσεις σχετικά εύκολα. Να έχουν μάθει πώς να μαθαίνουν. Η σχέση με την αγορά μπορεί να υπάρχει, αλλά πρέπει εξ ορισμού να είναι δευτερεύουσα και κυρίως να μην υπονομεύει τους δυο πρώτους στόχους.
Είναι δυνατόν τέτοιοι στόχοι να εκπληρωθούν σε ιδρύματα τριετούς φοίτησης; Σε ιδρύματα όπου η πλειοψηφία των μελών ΔΕΠ είναι μερικής απασχόλησης; Τα οποία έχουν οργανωμένες βιβλιοθήκες με αναγνωστήρια για φοιτητές; Η απάντηση που δίνει η "Ένωση Πανεπιστημίων και Κολεγίων της Νέας Αγγλίας" –ο φορέας που δίνει τη άδεια στο Χάρβαρντ, αλλά και στο Αμερικάνικο Κολέγιο στην Αγία Παρασκευή (το Deree), να αναγνωρίζονται ως πανεπιστήμια στις ΗΠΑ– λέει ΟΧΙ. Και γι’ αυτόν τον λόγο ανάγκασε προ ετών το Deree να χτίσει μια εξαιρετική βιβλιοθήκη, αλλά και να αυξήσει τον αριθμό των διδασκόντων πλήρους απασχόλησης. Βέβαια, με αυτό το κριτήριο, πολλά από τα νεοϊδρυθέντα ανά την επικράτεια τμήματα θα έχαναν την αναγνώρισή τους ως ΑΕΙ, αφού στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε διδάσκοντες μερικής απασχόλησης (Π.Δ. 407).
Οι οδηγίες της Ε.Ε. δε λένε καθαρά: "Στόχος της ύπαρξης κοινών μέτρων και κανόνων είναι η δημιουργία σημείων αναφοράς και μιας κοινής γλώσσας για την αύξηση της διαφάνειας και της συγκρισιμότητας στην Ευρώπη. Τα πανεπιστήμια και άλλα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης πρέπει να έχουν την ελευθερία να διαφέρουν, να παράγουν καινούργιες ιδέες και να πηγαίνουν πέρα από τα συμφωνημένα μέτρα και κανόνες". Επιπλέον αφήνουν τα ίδια τα ΑΕΙ να επιλέξουν τον φορέα αξιολόγησης, ενώ επιβάλλει ιδιαίτερα αυστηρά κριτήρια για την ίδρυση φορέων αξιολόγησης, αλλά και την συμμετοχή των ΑΕΙ στην έγκριση των φορέων αξιολόγησης. Επιπλέον μέσα στα κριτήρια αξιολόγησης περιλαμβάνει την ανεξαρτησία κάθε ιδρύματος από εξωτερικούς φορείς. Με άλλα λόγια, τα κυβερνητικά κόλπα για αξιολόγηση από την "αγορά" ή για σώματα μονίμων αξιολογητών δεν στηρίζονται στις οδηγίες της Ε.Ε., αλλά υπηρετούν άλλους στόχους.
Εκτιμώ, λοιπόν, ότι η αντίθεσή μας στην αξιολόγηση είναι λανθασμένη. Μια επιθετική πολιτική, η οποία θα επέβαλλε τη συμμόρφωση όλων (και της κυβέρνησης) στα συμπεράσματα της διαδικασίας αξιολόγησης, θα αποτελούσε ένα άριστο όπλο στον αγώνα για αύξηση των δημόσιων δαπανών για την Παιδεία, αλλά και τη χρηστή διαχείριση των κονδυλίων εντός των ΑΕΙ. Και οι δυο αυτοί στόχοι αποτελούν κεντρικά σημεία του προγράμματός μας για τα ΑΕΙ και είναι κρίμα που για μικροπολιτικούς λόγους αρνούμαστε τον διάλογο για την αξιολόγηση και εκτιθέμεθα στον κόσμο σαν να φοβόμαστε την ανεξάρτητη κρίση του έργου μας.
Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι σήμερα δεν γίνεται αξιολόγηση των ΑΕΙ και του έργου τους. Δυστυχώς το κάνει ήδη η "αγορά" με τις γνωστές αδιαφανείς και άδικες μεθόδους της. Οι υποψήφιοι επιλέγουν ιδρύματα και τμήματα εισαγωγής, με βάση κάποιο σύστημα αξιολόγησης, τις παραμέτρους του οποίου καθορίζουν με αφηρημένο τρόπο η "φήμη", η δυνατότητα απασχόλησης των αποφοίτων, οι φροντιστές και άλλοι. Από την άλλη πλευρά, η αγορά αποτιμά τους αποφοίτους μας και επιλέγει κατά προτεραιότητα αποφοίτους συγκεκριμένων ιδρυμάτων ή τμημάτων. Η κατάταξη των ιδρυμάτων και των τμημάτων τους υπάρχει ήδη, μόνο που γίνεται αδιαφανώς και αυθαιρέτως.
Όταν λοιπόν η ηγεσία του υπουργείου θέτει θέμα αξιολόγησης στο πλαίσιο της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, μας προσφέρει μια χρυσή ευκαιρία να βγούμε δημόσια και να αποκαλύψουμε το άδικο σύστημα που υπάρχει και να προτείνουμε το δικό μας.
Είναι γεγονός ότι τα περισσότερα ΑΕΙ στερούνται μιας δήλωσης στόχων. Πιστεύω ότι οι στόχοι της πανεπιστημιακής παιδείας πρέπει να αναφέρονται ρητά στην περιγραφή κάθε ιδρύματος. Μπορεί να υπάρχουν διαφορές σε επιμέρους ζητήματα, αλλά κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι βασικός στόχος κάθε ΑΕΙ είναι η παραγωγή νέας γνώσης και η παραγωγή αποφοίτων που να είναι σε θέση αφ’ ενός μεν να λύνουν προβλήματα στο επιστημονικό πεδίο της επιλογής τους και αφ’ ετέρου να μπορούν να αποκτήσουν νέες γνώσεις σχετικά εύκολα. Να έχουν μάθει πώς να μαθαίνουν. Η σχέση με την αγορά μπορεί να υπάρχει, αλλά πρέπει εξ ορισμού να είναι δευτερεύουσα και κυρίως να μην υπονομεύει τους δυο πρώτους στόχους.
Είναι δυνατόν τέτοιοι στόχοι να εκπληρωθούν σε ιδρύματα τριετούς φοίτησης; Σε ιδρύματα όπου η πλειοψηφία των μελών ΔΕΠ είναι μερικής απασχόλησης; Τα οποία έχουν οργανωμένες βιβλιοθήκες με αναγνωστήρια για φοιτητές; Η απάντηση που δίνει η "Ένωση Πανεπιστημίων και Κολεγίων της Νέας Αγγλίας" –ο φορέας που δίνει τη άδεια στο Χάρβαρντ, αλλά και στο Αμερικάνικο Κολέγιο στην Αγία Παρασκευή (το Deree), να αναγνωρίζονται ως πανεπιστήμια στις ΗΠΑ– λέει ΟΧΙ. Και γι’ αυτόν τον λόγο ανάγκασε προ ετών το Deree να χτίσει μια εξαιρετική βιβλιοθήκη, αλλά και να αυξήσει τον αριθμό των διδασκόντων πλήρους απασχόλησης. Βέβαια, με αυτό το κριτήριο, πολλά από τα νεοϊδρυθέντα ανά την επικράτεια τμήματα θα έχαναν την αναγνώρισή τους ως ΑΕΙ, αφού στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε διδάσκοντες μερικής απασχόλησης (Π.Δ. 407).
Οι οδηγίες της Ε.Ε. δε λένε καθαρά: "Στόχος της ύπαρξης κοινών μέτρων και κανόνων είναι η δημιουργία σημείων αναφοράς και μιας κοινής γλώσσας για την αύξηση της διαφάνειας και της συγκρισιμότητας στην Ευρώπη. Τα πανεπιστήμια και άλλα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης πρέπει να έχουν την ελευθερία να διαφέρουν, να παράγουν καινούργιες ιδέες και να πηγαίνουν πέρα από τα συμφωνημένα μέτρα και κανόνες". Επιπλέον αφήνουν τα ίδια τα ΑΕΙ να επιλέξουν τον φορέα αξιολόγησης, ενώ επιβάλλει ιδιαίτερα αυστηρά κριτήρια για την ίδρυση φορέων αξιολόγησης, αλλά και την συμμετοχή των ΑΕΙ στην έγκριση των φορέων αξιολόγησης. Επιπλέον μέσα στα κριτήρια αξιολόγησης περιλαμβάνει την ανεξαρτησία κάθε ιδρύματος από εξωτερικούς φορείς. Με άλλα λόγια, τα κυβερνητικά κόλπα για αξιολόγηση από την "αγορά" ή για σώματα μονίμων αξιολογητών δεν στηρίζονται στις οδηγίες της Ε.Ε., αλλά υπηρετούν άλλους στόχους.
Εκτιμώ, λοιπόν, ότι η αντίθεσή μας στην αξιολόγηση είναι λανθασμένη. Μια επιθετική πολιτική, η οποία θα επέβαλλε τη συμμόρφωση όλων (και της κυβέρνησης) στα συμπεράσματα της διαδικασίας αξιολόγησης, θα αποτελούσε ένα άριστο όπλο στον αγώνα για αύξηση των δημόσιων δαπανών για την Παιδεία, αλλά και τη χρηστή διαχείριση των κονδυλίων εντός των ΑΕΙ. Και οι δυο αυτοί στόχοι αποτελούν κεντρικά σημεία του προγράμματός μας για τα ΑΕΙ και είναι κρίμα που για μικροπολιτικούς λόγους αρνούμαστε τον διάλογο για την αξιολόγηση και εκτιθέμεθα στον κόσμο σαν να φοβόμαστε την ανεξάρτητη κρίση του έργου μας.