Πολιτική και αυθαιρεσία
Κώστας Μποτόπουλος, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2011-05-02
Η γραµµή είναιλεπτή – ιδίως σε καιρούς που απαιτούν έκτακτα µέτρα. Αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν υφίσταται και ότι όσοιασκούν την εξουσία δεν οφείλουν να τη σέβονται – και να κρίνονται από το κατά πόσο τη σέβονται.
Πολιτική είναι να δηµιουργείς τις προϋποθέσεις ώστε το ηθικό να γίνει και νόµιµο, αυθαιρεσία να βρίσκειςτρόπους νατα ξεχωρίζεις. Αν η διακυβέρνηση της Νέας∆ηµοκρατίας σφραγίστηκεαπό τη φράση –και τηνπρακτική – «το νόµιµο είναι ηθικό», τίποτα δεν δικαιολογεί µια ανάλογη «ισοφάριση» από πλευράς της παρούσας κυβέρνησης. Κι όµως: µετά τον «διακανονισµό» των ηµιυπαίθριων και την «περαίωση» των φορολογικώς ατάκτων, έρχονται σχέδιαγια «τακτοποίηση» των αυθαίρετων κτισµάτων – υπό µορφή χάραξης «κόκκινης γραµµής µε το παρελθόν» και µεέντονο άρωµα νοµιµοποίησης.Το κράτος έχει ανάγκη από έσοδα αλλά ακόµα περισσότερο από αξιοπιστία. Και η αξιοπιστία δεν κερδίζεται, ιδίως στο µέτωπο που µετρά, το εσωτερικό, µε την επισηµοποίηση του χωρισµού των πολιτών αυτής της χώρας σε παράνοµους, για τους οποίους πάντα θα βρίσκονται αναδροµικές λύσεις, και σε νόµιµους, τους οποίους διαρκώς ηΠολιτεία θα θεωρεί κορόιδα. Η λύση στα αυθαίρετα είναι µόνο µία: να τηρηθούν επιτέλους οι νόµοι (να η πραγµατική «κόκκινη γραµµή» µεταξύ παρελθόντος και µέλλοντος) ώστε να µην υπάρξουνάλλα αυθαίρετα. Η λύση σίγουρα δεν είναι να «τακτοποιηθούν» τα υφιστάµενα αυθαίρετα, ώστε, πέραν της de facto αποδοχής που συντελείται διά της µη κατεδάφισης, ναεπέλθει καιη ηθική καταξίωση, υπό τον κοινωνικό µάλιστα µανδύα της συµβολής στην οικονοµική προσπάθεια. Το ζήτηµα δεν είναι αν η όποια «τακτοποίηση» έχει ή δεν έχει, και σε τι βαθµό, «εισπρακτική λογική». Το πραγµατικό ζήτηµα είναι αν επιτρέπεται και υπό ποιες προϋποθέσεις να δίνει η Πολιτείαεπίσηµο παράδειγµα υποταγής του µόνουορθού για τους πολίτες δρόµου, τηςµόνης, στηνπραγµατικότητα, δυνατότητας– για την οικοδοµική αυθαιρεσία ισχύει ό,τι και για τηνεγκυµοσύνη: δεν υπάρχει πολλή και ολίγη – σε άλλου είδους υπολογισµούς και επιδιώξεις. Η απάντηση είναι απλή: δεν µπορεί να επιτρέπεται, µε γενικής δε ισχύος τρόπο, σε καµία περίπτωση. Κυρίως δεν µπορεί µια αυθαιρεσία να στηρίζεται σε µια µεγαλύτερη. Αναφέροµαι στη µάλλον ασχολίαστη πρόθεση τηςκυβέρνησης ηόποια «τακτοποίηση» να λάβει χώρα κατόπιν συνεννόησης µε τηδικαστική εξουσία, πουστη συγκεκριµένη περίπτωση ενσαρκώνεται από το Συµβούλιο της Επικρατείας.
Με τους δικαστές το κράτος δεν µπορεί να συνοµιλεί, πόσω µάλλον να τους συµβουλεύεται, για λύσεις που είναι αντίθετες στο υφιστάµενο νοµικό καθεστώς και – από πρώτη άποψη σαφώς, αλλά και αυτό θα µας το πουν οι δικαστές και µόνο οι δικαστές – στη θεµελιώδη συνταγµατική αρχή της ισότητας. Η κυβέρνηση µπορεί, αν θέλει, να νοµοθετήσει, µπορεί ακόµα, αν βρεθούν αρκετοί βουλευτέςνα την ακολουθήσουν, να νοµοθετήσειτην παρανοµία, δεν µπορεί όµως να ζητά εκ προοιµίου στη δικαστική εξουσία ναγνωρίζει και, αργότερα, να ερµηνεύσει µε συγκεκριµένο τρόπο οποιαδήποτε ρύθµιση. Αν τοέκανε αυτό, θα έδινε το παράδειγµα όχι µιας Πολιτείας χωρίς αρχές, αλλά µιας Πολιτείας µε αρχή τη µη τήρησητης νοµιµότητας.
Αν επέµειναστην έννοιατου «παραδείγµατος», είναι γιατίπιστεύω βαθιά ότι λείπει απελπιστικά στις µέρες µας και αυτό καθιστά, έµµεσα αλλά καθοριστικά, λειψή και,τελικά, ατελέσφορη τη µεγάλη προσπάθεια ανόρθωσης που, θέλουµε - δενθέλουµε, αποτελεί τη συλλογική µας µοίρα. Αν η Πολιτεία διά των εκλεγµένων εκπροσώπων της µιλούσε λιγότερο για αρχές και τις έκανε περισσότερο πράξη (στον καταµερισµό ευθυνών, στο µοίρασµα των βαρών, στο ξεχώρισµα των νοσηρών από τα υγιή φαινόµενακαι άτοµα), είµαιβέβαιος ότι θα είχε ισχυρότερα ερείσµατα για τις θυσίες πουζητά. Πολιτική είναι να κάνεις την περίδικαίου συνείδηση αποτελεσµατική πράξη,αυθαιρεσία νατη µετατρέπεις σε λάστιχο εν ονόµατι του αποτελέσµατος.
Πολιτική είναι να δηµιουργείς τις προϋποθέσεις ώστε το ηθικό να γίνει και νόµιµο, αυθαιρεσία να βρίσκειςτρόπους νατα ξεχωρίζεις. Αν η διακυβέρνηση της Νέας∆ηµοκρατίας σφραγίστηκεαπό τη φράση –και τηνπρακτική – «το νόµιµο είναι ηθικό», τίποτα δεν δικαιολογεί µια ανάλογη «ισοφάριση» από πλευράς της παρούσας κυβέρνησης. Κι όµως: µετά τον «διακανονισµό» των ηµιυπαίθριων και την «περαίωση» των φορολογικώς ατάκτων, έρχονται σχέδιαγια «τακτοποίηση» των αυθαίρετων κτισµάτων – υπό µορφή χάραξης «κόκκινης γραµµής µε το παρελθόν» και µεέντονο άρωµα νοµιµοποίησης.Το κράτος έχει ανάγκη από έσοδα αλλά ακόµα περισσότερο από αξιοπιστία. Και η αξιοπιστία δεν κερδίζεται, ιδίως στο µέτωπο που µετρά, το εσωτερικό, µε την επισηµοποίηση του χωρισµού των πολιτών αυτής της χώρας σε παράνοµους, για τους οποίους πάντα θα βρίσκονται αναδροµικές λύσεις, και σε νόµιµους, τους οποίους διαρκώς ηΠολιτεία θα θεωρεί κορόιδα. Η λύση στα αυθαίρετα είναι µόνο µία: να τηρηθούν επιτέλους οι νόµοι (να η πραγµατική «κόκκινη γραµµή» µεταξύ παρελθόντος και µέλλοντος) ώστε να µην υπάρξουνάλλα αυθαίρετα. Η λύση σίγουρα δεν είναι να «τακτοποιηθούν» τα υφιστάµενα αυθαίρετα, ώστε, πέραν της de facto αποδοχής που συντελείται διά της µη κατεδάφισης, ναεπέλθει καιη ηθική καταξίωση, υπό τον κοινωνικό µάλιστα µανδύα της συµβολής στην οικονοµική προσπάθεια. Το ζήτηµα δεν είναι αν η όποια «τακτοποίηση» έχει ή δεν έχει, και σε τι βαθµό, «εισπρακτική λογική». Το πραγµατικό ζήτηµα είναι αν επιτρέπεται και υπό ποιες προϋποθέσεις να δίνει η Πολιτείαεπίσηµο παράδειγµα υποταγής του µόνουορθού για τους πολίτες δρόµου, τηςµόνης, στηνπραγµατικότητα, δυνατότητας– για την οικοδοµική αυθαιρεσία ισχύει ό,τι και για τηνεγκυµοσύνη: δεν υπάρχει πολλή και ολίγη – σε άλλου είδους υπολογισµούς και επιδιώξεις. Η απάντηση είναι απλή: δεν µπορεί να επιτρέπεται, µε γενικής δε ισχύος τρόπο, σε καµία περίπτωση. Κυρίως δεν µπορεί µια αυθαιρεσία να στηρίζεται σε µια µεγαλύτερη. Αναφέροµαι στη µάλλον ασχολίαστη πρόθεση τηςκυβέρνησης ηόποια «τακτοποίηση» να λάβει χώρα κατόπιν συνεννόησης µε τηδικαστική εξουσία, πουστη συγκεκριµένη περίπτωση ενσαρκώνεται από το Συµβούλιο της Επικρατείας.
Με τους δικαστές το κράτος δεν µπορεί να συνοµιλεί, πόσω µάλλον να τους συµβουλεύεται, για λύσεις που είναι αντίθετες στο υφιστάµενο νοµικό καθεστώς και – από πρώτη άποψη σαφώς, αλλά και αυτό θα µας το πουν οι δικαστές και µόνο οι δικαστές – στη θεµελιώδη συνταγµατική αρχή της ισότητας. Η κυβέρνηση µπορεί, αν θέλει, να νοµοθετήσει, µπορεί ακόµα, αν βρεθούν αρκετοί βουλευτέςνα την ακολουθήσουν, να νοµοθετήσειτην παρανοµία, δεν µπορεί όµως να ζητά εκ προοιµίου στη δικαστική εξουσία ναγνωρίζει και, αργότερα, να ερµηνεύσει µε συγκεκριµένο τρόπο οποιαδήποτε ρύθµιση. Αν τοέκανε αυτό, θα έδινε το παράδειγµα όχι µιας Πολιτείας χωρίς αρχές, αλλά µιας Πολιτείας µε αρχή τη µη τήρησητης νοµιµότητας.
Αν επέµειναστην έννοιατου «παραδείγµατος», είναι γιατίπιστεύω βαθιά ότι λείπει απελπιστικά στις µέρες µας και αυτό καθιστά, έµµεσα αλλά καθοριστικά, λειψή και,τελικά, ατελέσφορη τη µεγάλη προσπάθεια ανόρθωσης που, θέλουµε - δενθέλουµε, αποτελεί τη συλλογική µας µοίρα. Αν η Πολιτεία διά των εκλεγµένων εκπροσώπων της µιλούσε λιγότερο για αρχές και τις έκανε περισσότερο πράξη (στον καταµερισµό ευθυνών, στο µοίρασµα των βαρών, στο ξεχώρισµα των νοσηρών από τα υγιή φαινόµενακαι άτοµα), είµαιβέβαιος ότι θα είχε ισχυρότερα ερείσµατα για τις θυσίες πουζητά. Πολιτική είναι να κάνεις την περίδικαίου συνείδηση αποτελεσµατική πράξη,αυθαιρεσία νατη µετατρέπεις σε λάστιχο εν ονόµατι του αποτελέσµατος.