Η πανουργία της Ιστορίας
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2013-01-26
Το καλοκαίρι του 2002, το ερώτημα στα χείλη όλων στη γείτονα Τουρκία ήταν αν ο Ερντογάν έρχεται ως σωτήρας ή καταστροφέας, ελευθερωτής ή δήμιος. Η χώρα βάδιζε σε εκλογές, οι δημοσκοπήσεις προέβλεπαν νίκη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και όλοι αναρωτιόνταν τι θα σήμαινε η νίκη ενός κόμματος που είχε μόλις πριν από ένα χρόνο σχηματιστεί γύρω από έναν πυρήνα στελεχών του ισλαμικού κόμματος Αρετής, το οποίο είχε απαγορευθεί ως απειλή για το κοσμικό κράτος, ως όχημα «ιρανοποίησης» της Τουρκίας.
Τις θυμάμαι έντονα εκείνες τις συζητήσεις. Η Τουρκία του 2002 ήταν μια άρρωστη χώρα. Είχε πίσω της μια δεκαετία με τον πληθωρισμό να τρέχει με 75%, την οικονομία να συρρικνώνεται και το βαρύ χέρι του στρατιωτικο-δικαστικού κατεστημένου πάνω στη δημόσια ζωή. Ενα βελούδινο πραξικόπημα είχε ανατρέψει για τέταρτη φορά στη μεταπολεμική Ιστορία μια εκλεγμένη κυβέρνηση. Και η χώρα είχε προσφύγει ακόμη μία φορά στο ΔΝΤ, τον Φεβρουάριο του 2001, στο χείλος της οικονομικής αβύσσου. Ολοι ένιωθαν την ανάγκη μιας μεγάλης ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης, μιας οικονομικής και πολιτικής απελευθέρωσης από τα δεσμά ενός αυταρχικού, αρτηριοσκληρωτικού κατεστημένου. Αλλά, «είναι ποτέ δυνατόν να παίξουν τον ρόλο του μεταρρυθμιστή οι καταραμένοι του ριζοσπαστικού Ισλάμ, όσο κι αν εμφανίζονται τώρα μετριοπαθείς;» και «είναι δυνατόν ένας αμόρφωτος μάγκας από τους φτωχομαχαλάδες της Πόλης να γίνει μεταρρυθμιστής ηγέτης;», αναρωτιόταν κάθε βασανισμένη, προοδευτική ψυχή τα ζεστά βράδια εκείνου του προεκλογικού καλοκαιριού στην Τουρκία.
Δέκα χρόνια αργότερα, την απάντηση την ξέρουμε. Ο Ερντογάν άφησε την προηγούμενη κυβέρνηση Ετζεβίτ να χρεωθεί όλο το κόστος των σκληρών μέτρων του ΔΝΤ, κατόπιν εφάρμοσε το πρόγραμμα του Ταμείου διευρυμένο και εξασφάλισε τρεις εκλογικούς θριάμβους. Και μπορεί το καθεστώς Ερντογάν να έχει εξαντλήσει πια τη μεταρρυθμιστική δυναμική του και να έχει αρχίσει να δείχνει αυταρχικά χαρακτηριστικά, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως έπαιξε τον ρόλο που η πανουργία της Ιστορίας τού ανέθεσε. Απελευθέρωσε την οικονομία από τα δεσμά του στρατοκρατικού κατεστημένου. Απελευθέρωσε το τραπεζικό σύστημα, το οποίο το καθεστώς χρησιμοποιούσε ως «κουμπαρά» για τις πελατειακές του ανάγκες. Εκλεισε, πρώτη φορά στην τουρκική Ιστορία, τον Στρατό στους στρατώνες (και μερικούς στρατηγούς στη φυλακή). Εκανε μερικές σημαντικές συμβολικές κινήσεις απόδοσης δικαιωμάτων και ελευθεριών των μειονοτήτων.
Η πανουργία της Ιστορίας επιλέγει καμιά φορά τους πιο απρόβλεπτους τρόπους και αναθέτει στους πιο απίθανους φορείς την πραγματοποίηση εκείνου που είναι ώριμο να συμβεί, λένε οι σοφοί. Το έζησε η Τουρκία. Το έζησε με τον τρόπο της και η Βραζιλία, την οποία πρόσφατα επισκέφθηκε ο Αλέξης Τσίπρας. Επειτα από δεκαετίες παρακμής, φτώχειας, οικονομικών συμφορών και αποτυχημένων προγραμμάτων του ΔΝΤ, ο κλήρος έλαχε στον ηγέτη της ριζοσπαστικής Αριστεράς της χώρας, έναν παλιό μαχητικό συνδικαλιστή και επαναστάτη, έναν άνθρωπο που μέχρι τα δέκα του δεν ήξερε να διαβάζει και είχε πάει ελάχιστες τάξεις στο σχολείο, έναν πολιτικό που είχε τρεις φορές δοκιμάσει την τύχη του στις εκλογές και είχε αποτύχει, να μεταμορφώσει εκ θεμελίων τη χώρα, να εκσυγχρονίσει την οικονομία της και να τη μεταφέρει από τις φαβέλες του «τρίτου κόσμου» στα σαλόνια του G20.
Καμιά χώρα δεν είναι ίδια με καμιά άλλη, οι ιστορικές εμπειρίες δεν επαναλαμβάνονται ποτέ αυτούσιες, η Ελλάδα του 2013 δεν έχει σχέση ούτε με την Τουρκία ούτε με τη Βραζιλία του 2002, αλλά όλοι νιώθουμε τα σκοτεινά γρανάζια της πανουργίας της Ιστορίας να κινούνται κάτω από τα πόδια μας. Η Ελλάδα είχε φθάσει στη στιγμή μιας μεγάλης τομής, μιας μεγάλης μεταρρύθμισης. Και περιμένουμε να δούμε ποιος θα αναλάβει τον ρόλο του καταλύτη της. Προς το παρόν έχουμε δύο υποψήφιους για τον ρόλο, με δύο διαφορετικές εκδοχές του ρόλου. Εναν πρώην αφορισμένο της Δεξιάς που βρίσκεται ήδη στο τιμόνι της χώρας. Και έναν νεαρό ηγέτη της Αριστεράς που επιχειρεί εδώ και λίγο καιρό, με μια παράξενη ταξιδιωτική μέθοδο, να προσγειώσει το πολιτικό σχήμα του οποίου ηγείται από τα συνθήματα της πλατείας στον αναπόφευκτο πραγματισμό. Το έργο συνεχίζεται...
Τις θυμάμαι έντονα εκείνες τις συζητήσεις. Η Τουρκία του 2002 ήταν μια άρρωστη χώρα. Είχε πίσω της μια δεκαετία με τον πληθωρισμό να τρέχει με 75%, την οικονομία να συρρικνώνεται και το βαρύ χέρι του στρατιωτικο-δικαστικού κατεστημένου πάνω στη δημόσια ζωή. Ενα βελούδινο πραξικόπημα είχε ανατρέψει για τέταρτη φορά στη μεταπολεμική Ιστορία μια εκλεγμένη κυβέρνηση. Και η χώρα είχε προσφύγει ακόμη μία φορά στο ΔΝΤ, τον Φεβρουάριο του 2001, στο χείλος της οικονομικής αβύσσου. Ολοι ένιωθαν την ανάγκη μιας μεγάλης ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης, μιας οικονομικής και πολιτικής απελευθέρωσης από τα δεσμά ενός αυταρχικού, αρτηριοσκληρωτικού κατεστημένου. Αλλά, «είναι ποτέ δυνατόν να παίξουν τον ρόλο του μεταρρυθμιστή οι καταραμένοι του ριζοσπαστικού Ισλάμ, όσο κι αν εμφανίζονται τώρα μετριοπαθείς;» και «είναι δυνατόν ένας αμόρφωτος μάγκας από τους φτωχομαχαλάδες της Πόλης να γίνει μεταρρυθμιστής ηγέτης;», αναρωτιόταν κάθε βασανισμένη, προοδευτική ψυχή τα ζεστά βράδια εκείνου του προεκλογικού καλοκαιριού στην Τουρκία.
Δέκα χρόνια αργότερα, την απάντηση την ξέρουμε. Ο Ερντογάν άφησε την προηγούμενη κυβέρνηση Ετζεβίτ να χρεωθεί όλο το κόστος των σκληρών μέτρων του ΔΝΤ, κατόπιν εφάρμοσε το πρόγραμμα του Ταμείου διευρυμένο και εξασφάλισε τρεις εκλογικούς θριάμβους. Και μπορεί το καθεστώς Ερντογάν να έχει εξαντλήσει πια τη μεταρρυθμιστική δυναμική του και να έχει αρχίσει να δείχνει αυταρχικά χαρακτηριστικά, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως έπαιξε τον ρόλο που η πανουργία της Ιστορίας τού ανέθεσε. Απελευθέρωσε την οικονομία από τα δεσμά του στρατοκρατικού κατεστημένου. Απελευθέρωσε το τραπεζικό σύστημα, το οποίο το καθεστώς χρησιμοποιούσε ως «κουμπαρά» για τις πελατειακές του ανάγκες. Εκλεισε, πρώτη φορά στην τουρκική Ιστορία, τον Στρατό στους στρατώνες (και μερικούς στρατηγούς στη φυλακή). Εκανε μερικές σημαντικές συμβολικές κινήσεις απόδοσης δικαιωμάτων και ελευθεριών των μειονοτήτων.
Η πανουργία της Ιστορίας επιλέγει καμιά φορά τους πιο απρόβλεπτους τρόπους και αναθέτει στους πιο απίθανους φορείς την πραγματοποίηση εκείνου που είναι ώριμο να συμβεί, λένε οι σοφοί. Το έζησε η Τουρκία. Το έζησε με τον τρόπο της και η Βραζιλία, την οποία πρόσφατα επισκέφθηκε ο Αλέξης Τσίπρας. Επειτα από δεκαετίες παρακμής, φτώχειας, οικονομικών συμφορών και αποτυχημένων προγραμμάτων του ΔΝΤ, ο κλήρος έλαχε στον ηγέτη της ριζοσπαστικής Αριστεράς της χώρας, έναν παλιό μαχητικό συνδικαλιστή και επαναστάτη, έναν άνθρωπο που μέχρι τα δέκα του δεν ήξερε να διαβάζει και είχε πάει ελάχιστες τάξεις στο σχολείο, έναν πολιτικό που είχε τρεις φορές δοκιμάσει την τύχη του στις εκλογές και είχε αποτύχει, να μεταμορφώσει εκ θεμελίων τη χώρα, να εκσυγχρονίσει την οικονομία της και να τη μεταφέρει από τις φαβέλες του «τρίτου κόσμου» στα σαλόνια του G20.
Καμιά χώρα δεν είναι ίδια με καμιά άλλη, οι ιστορικές εμπειρίες δεν επαναλαμβάνονται ποτέ αυτούσιες, η Ελλάδα του 2013 δεν έχει σχέση ούτε με την Τουρκία ούτε με τη Βραζιλία του 2002, αλλά όλοι νιώθουμε τα σκοτεινά γρανάζια της πανουργίας της Ιστορίας να κινούνται κάτω από τα πόδια μας. Η Ελλάδα είχε φθάσει στη στιγμή μιας μεγάλης τομής, μιας μεγάλης μεταρρύθμισης. Και περιμένουμε να δούμε ποιος θα αναλάβει τον ρόλο του καταλύτη της. Προς το παρόν έχουμε δύο υποψήφιους για τον ρόλο, με δύο διαφορετικές εκδοχές του ρόλου. Εναν πρώην αφορισμένο της Δεξιάς που βρίσκεται ήδη στο τιμόνι της χώρας. Και έναν νεαρό ηγέτη της Αριστεράς που επιχειρεί εδώ και λίγο καιρό, με μια παράξενη ταξιδιωτική μέθοδο, να προσγειώσει το πολιτικό σχήμα του οποίου ηγείται από τα συνθήματα της πλατείας στον αναπόφευκτο πραγματισμό. Το έργο συνεχίζεται...