Δημοκρατία των κινδύνων
Όλος ο πλανήτης μοιάζει να κινείται στα τυφλά
Γιάννης Πανούσης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2005-07-19
Φοβού τα λίγα λόγια / Γιατί εκείνος που μιλά ελεύθερα / Στο τέλος λέει την αλήθεια
Αντ. Μακρυδημήτρη, Μαρτυρία
H Τρομοκρατία που μας κάνει πιο φτωχούς (σε δικαιώματα, σ’ ελευθερίες και σε κοινωνική αλληλεγγύη) και η Φτώχεια που μας τρομοκρατεί (με την περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό ολόκληρων ομάδων του πληθυσμού) επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη της Ανθρωπότητας το ζήτημα της διακινδύνευσης. Όλος ο πλανήτης μοιάζει να κινείται στα τυφλά. Σε κάθε βήμα μπροστά (προόδου) αντιστοιχεί και ένα βήμα πίσω (φόβου).
H επίκληση μιας σκοπιμότητας χωρίς τελικό σκοπό, τόσο από τους κατέχοντες όσο κι από τους διεκδικούντες, δημιουργεί την εντύπωση ότι ο πόλεμος erga omnes είναι στην ουσία ένας αυτοσκοπός.
H παγκόσμια κοινωνία της διακινδύνευσης επιχειρεί ν’ αντικαταστήσει τις ταξικές διακρίσεις (κατανομή αγαθών) από τις φοβικές διαχωριστικές γραμμές (κατανομή κινδύνων) και την ταξική συνείδηση από τη συνείδηση επικινδυνότητας. H κατανομή του φόβου (πραγματικού ή κατασκευασμένου) συνιστά μια πολιτική επιλογή, αφού οι νικητές του οικονομικού παιχνιδιού εμφανίζονται ως άφοβοι, ενώ οι ηττημένοι ως έμφοβοι (αν όχι ως τρομοκρατημένοι). H αντίληψη / πρόσληψη των κινδύνων βρίσκεται σε ευθεία σχέση με την κοινωνική θέση.
Μολονότι η διακινδύνευση (ρίσκο) είναι ένα πραγματικό γεγονός ενώ ο κίνδυνος είναι κατά βάση ζήτημα κρίσης ή γνώμης, μολονότι ανεχόμαστε μεγάλους κινδύνους που προκαλούν οι κυβερνώντες τον πλανήτη, η κοινωνία της διακινδύνευσης εξατομικεύει το τρωτό των θυμάτων. Ο κίνδυνος ερμηνεύεται ως αντικειμενικό ατυχές συμβάν ή ως πεπρωμένο (για τους φτωχούς), ενώ παρουσιάζεται ως υποκειμενική λαθεμένη κίνηση (για τους πλουσίους).
Ο «αταξικός» χαρακτήρας των κινδύνων ή η διακινδύνευση ως life-style δεν μπορεί όμως να καλύψει τον κατασταλτικό προσανατολισμό των μηχανισμών διαχείρισης των κινδύνων.
Μια Νέα Ποινολογία - που ασχολείται λιγότερο με την ευθύνη και τη μεταχείριση του δράστη και περισσότερο με την ανάγνωση και την κατάταξη επικίνδυνων ομάδων -, μια Αναλογιστική Δικαιοσύνη - που ασχολείται με τον υπολογισμό των πιθανοτήτων επέλευσης της βλάβης και όχι με την άρση των αιτίων διάπραξης του εγκλήματος - φιλοδοξούν να δημιουργήσουν ένα πλέγμα κοινωνικού ελέγχου (διοικητικο-αστυνομικού τύπου) από το οποίο ουδείς «ύποπτος» δεν θα μπορεί να ξεφύγει. M’ επιλεκτικές αχρηστεύσεις των εχθρών του συστήματος, με καταχρηστικές εφαρμογές μιας μεταπειθαρχικής τεχνολογίας της εξουσίας, οι μηχανισμοί πιστεύουν ότι θα πετύχουν την πολιτική ασφάλεια.
Το κοινωνικό κράτος δεν μπορεί να καλύψει τους κινδύνους (άρα τους αναλαμβάνει η ιδιωτική ασφάλιση), το ποινικό σύστημα δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει τα βάρη της κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων (άρα ο σώζων εαυτόν σωθήτω), η επιστήμη δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια την επικινδυνότητα του ατόμου (άρα τους «σαρώνει» αδιάκριτα η μηδενική ανοχή). M’ αυτές τις αντιλήψεις/πρακτικές νομίζουν ότι θα κάτσουν ήσυχα ή θα μπουν στη γωνιά της γης οι κολασμένοι. Μέγα λάθος.
Αν η παλινόρθωση της εννοίας του «υπόπτου» και η διεύρυνση της μηδενικής ανοχής και της κοινωνίας της επιτήρησης συνιστούν παράπλευρες απώλειες του νομικού πολιτισμού στον πόλεμο κατά των (κοινών;) κινδύνων της ανθρωπότητας, τούτο δεν σημαίνει ότι είμαστε όλοι σύμφωνοι στην (διαφαινόμενη) τάση εξασθένησης των δικαιωμάτων ή στην ποινικοποίηση του φρονήματος (ή και της μοίρας). Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι από ποιον κινδυνεύει περισσότερο η Δημοκρατία μας, αλλά το αν είναι εφικτή μια δημοκρατία των κινδύνων, όπου όλοι θ’ αποφασίζουμε για το ποιοι κίνδυνοι είναι ανεκτοί σε μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων.
Αντ. Μακρυδημήτρη, Μαρτυρία
H Τρομοκρατία που μας κάνει πιο φτωχούς (σε δικαιώματα, σ’ ελευθερίες και σε κοινωνική αλληλεγγύη) και η Φτώχεια που μας τρομοκρατεί (με την περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό ολόκληρων ομάδων του πληθυσμού) επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη της Ανθρωπότητας το ζήτημα της διακινδύνευσης. Όλος ο πλανήτης μοιάζει να κινείται στα τυφλά. Σε κάθε βήμα μπροστά (προόδου) αντιστοιχεί και ένα βήμα πίσω (φόβου).
H επίκληση μιας σκοπιμότητας χωρίς τελικό σκοπό, τόσο από τους κατέχοντες όσο κι από τους διεκδικούντες, δημιουργεί την εντύπωση ότι ο πόλεμος erga omnes είναι στην ουσία ένας αυτοσκοπός.
H παγκόσμια κοινωνία της διακινδύνευσης επιχειρεί ν’ αντικαταστήσει τις ταξικές διακρίσεις (κατανομή αγαθών) από τις φοβικές διαχωριστικές γραμμές (κατανομή κινδύνων) και την ταξική συνείδηση από τη συνείδηση επικινδυνότητας. H κατανομή του φόβου (πραγματικού ή κατασκευασμένου) συνιστά μια πολιτική επιλογή, αφού οι νικητές του οικονομικού παιχνιδιού εμφανίζονται ως άφοβοι, ενώ οι ηττημένοι ως έμφοβοι (αν όχι ως τρομοκρατημένοι). H αντίληψη / πρόσληψη των κινδύνων βρίσκεται σε ευθεία σχέση με την κοινωνική θέση.
Μολονότι η διακινδύνευση (ρίσκο) είναι ένα πραγματικό γεγονός ενώ ο κίνδυνος είναι κατά βάση ζήτημα κρίσης ή γνώμης, μολονότι ανεχόμαστε μεγάλους κινδύνους που προκαλούν οι κυβερνώντες τον πλανήτη, η κοινωνία της διακινδύνευσης εξατομικεύει το τρωτό των θυμάτων. Ο κίνδυνος ερμηνεύεται ως αντικειμενικό ατυχές συμβάν ή ως πεπρωμένο (για τους φτωχούς), ενώ παρουσιάζεται ως υποκειμενική λαθεμένη κίνηση (για τους πλουσίους).
Ο «αταξικός» χαρακτήρας των κινδύνων ή η διακινδύνευση ως life-style δεν μπορεί όμως να καλύψει τον κατασταλτικό προσανατολισμό των μηχανισμών διαχείρισης των κινδύνων.
Μια Νέα Ποινολογία - που ασχολείται λιγότερο με την ευθύνη και τη μεταχείριση του δράστη και περισσότερο με την ανάγνωση και την κατάταξη επικίνδυνων ομάδων -, μια Αναλογιστική Δικαιοσύνη - που ασχολείται με τον υπολογισμό των πιθανοτήτων επέλευσης της βλάβης και όχι με την άρση των αιτίων διάπραξης του εγκλήματος - φιλοδοξούν να δημιουργήσουν ένα πλέγμα κοινωνικού ελέγχου (διοικητικο-αστυνομικού τύπου) από το οποίο ουδείς «ύποπτος» δεν θα μπορεί να ξεφύγει. M’ επιλεκτικές αχρηστεύσεις των εχθρών του συστήματος, με καταχρηστικές εφαρμογές μιας μεταπειθαρχικής τεχνολογίας της εξουσίας, οι μηχανισμοί πιστεύουν ότι θα πετύχουν την πολιτική ασφάλεια.
Το κοινωνικό κράτος δεν μπορεί να καλύψει τους κινδύνους (άρα τους αναλαμβάνει η ιδιωτική ασφάλιση), το ποινικό σύστημα δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει τα βάρη της κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων (άρα ο σώζων εαυτόν σωθήτω), η επιστήμη δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια την επικινδυνότητα του ατόμου (άρα τους «σαρώνει» αδιάκριτα η μηδενική ανοχή). M’ αυτές τις αντιλήψεις/πρακτικές νομίζουν ότι θα κάτσουν ήσυχα ή θα μπουν στη γωνιά της γης οι κολασμένοι. Μέγα λάθος.
Αν η παλινόρθωση της εννοίας του «υπόπτου» και η διεύρυνση της μηδενικής ανοχής και της κοινωνίας της επιτήρησης συνιστούν παράπλευρες απώλειες του νομικού πολιτισμού στον πόλεμο κατά των (κοινών;) κινδύνων της ανθρωπότητας, τούτο δεν σημαίνει ότι είμαστε όλοι σύμφωνοι στην (διαφαινόμενη) τάση εξασθένησης των δικαιωμάτων ή στην ποινικοποίηση του φρονήματος (ή και της μοίρας). Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι από ποιον κινδυνεύει περισσότερο η Δημοκρατία μας, αλλά το αν είναι εφικτή μια δημοκρατία των κινδύνων, όπου όλοι θ’ αποφασίζουμε για το ποιοι κίνδυνοι είναι ανεκτοί σε μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων.