Γίναμε άραγε κατά πέντε χρόνια σοφότεροι;
Μισέλ Ροκάρ, Project Syndicate, ppol.gr, Δημοσιευμένο: 2006-09-19
Η πέμπτη επέτειος των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου της «αλ κάιντα» εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, μας προσφέρει μία ευκαιρία να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα της αντίδρασης των ΗΠΑ και της διεθνούς κοινότητας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως και οι επιθέσεις και οι αντιδράσεις άλλαξαν εκ βάθρων τις διεθνείς σχέσεις, θα ήταν δύσκολο όμως να ισχυριστεί κανείς πως σήμερα είναι λιγότερο πιθανό να ξαναζήσουμε παρόμοιες ωμότητες.
Γιατί όμως να μην είμαστε σήμερα ασφαλέστεροι από ότι πέντε χρόνια πριν;
Μέσα σε μία εβδομάδα μετά τις επιθέσεις, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους (George W. Bush) κήρυξε τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία».
Η μεταφορική χρήση του όρου «πόλεμος» είχε το μοναδικό πλεονέκτημα να υπογραμμίζει την ένταση που θα έπρεπε να έχει η αντεπίθεσή του. Επιπλέον παρέπεμπε στην γενική κινητοποίηση που θα χρειαζόταν, όχι μόνο στη χώρα που είχε δεχτεί την επίθεση, αλλά και στους φίλους και συμμάχους της.
Κανείς φυσικά δεν αμφισβητεί το δικαίωμα των Αμερικανών στην αυτοάμυνα κι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η νομιμότητα μίας βίαιης αντίδρασης εκ μέρους τους (στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ΣτΜ).
Ο όρος «πόλεμος» όμως φέρει αναπόφευκτα ορισμένα συμφραζόμενα που είναι παραπλανητικά και αντιπαραγωγικά όσον αφορά την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας:
• Όποτε αναφέρεται ο όρος «πόλεμος» δηλοί την αντιπαράθεση εναντίον εθνών, λαών ή κρατών.
• Δηλοί πως θα χαρακτηριστούν ως «εχθρικές» ολόκληρες περιοχές και όσοι διαμένουν σε αυτές.
• Ο πόλεμος προϋποθέτει αναγνωρίσιμους στρατούς και σαφείς διοικητικές δομές• σε κάθε περίπτωση πόλεμος σημαίνει μία στρατιωτική αντιπαράθεση με έναν διακριτό αντίπαλο.
Παραφράζοντας τον υπουργό άμυνας των ΗΠΑ Ντόναλντ Ράμσφελντ (Donald Rumsfeld) θα έλεγα πως σε ότι αφορά τα παραπάνω σημεία, η επιλογή του όρου «πόλεμος» δεν βοήθησε.
Ακόμα κι αν η κλίμακα της επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν τέτοια που μόνο ο αμερικανικός στρατός έμοιαζε ικανός να απαντήσει στην πρόκληση, το γεγονός της αντιμετώπισης μιας μη-εθνικής απειλής παραμένει από τεχνική άποψη ζήτημα αστυνομικών μάλλον, και όχι στρατιωτικών τακτικών.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της λανθασμένης θεώρησης της κατάστασης έγιναν πολύ γρήγορα σαφείς.
Είναι τώρα πλατιά συνειδητό πως η αμερικανική κυβέρνηση -ίσως ακόμα κι ασυνείδητα σε ένα βαθμό- αντελήφθη την «αλ κάιντα» σαν μια δομημένη οργάνωση με ιεραρχική διοικητική δομή, σαν το πρότυπο δηλαδή ενός αντιπάλου που ο αμερικανικός στρατός μπορούσε να επιτεθεί και να καταστρέψει.
Η «αλ κάιντα» όμως (ο όρος σημαίνει στα αραβικά τη «βάση» ή το «στρατόπεδο», τίποτα δηλαδή περισσότερο από ένα χώρο συγκέντρωσης και άσκησης), μοιάζει περισσότερο με μία σφαίρα επιρροής με θολό περίγραμμα, εντός της οποίας κινούνται άτομα και τοπικοί πυρήνες που δρουν πρωτοβουλιακά και συνεργάζονται σπανίως και μόνο για επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας.
Μέχρι σήμερα δεν έχει αποδειχτεί πως υπήρξε ένα «κέντρο» που συντόνισε ή διέταξε να γίνουν επιχειρήσεις όπως οι βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο, τη Μαδρίτη ή το Μπαλί -στα χρόνια που ακολούθησαν την συνωμοσία της 11ης Σεπτεμβρίου- ή η επίθεση στο αμερικανικό πολεμικό πλοίο «USS κόουλ» το 2000.
Είναι επίσης λανθασμένο να παρομοιάζουμε την ισλαμική τρομοκρατία με εκείνη της βασκικής ΕΤΑ, των «τίγρεων του Ταμίλ» της Σρι Λάνκα ή του «ιρλανδικού δημοκρατικού στρατού».
Ενώ αυτές οι ομάδες διαθέτουν μια γηγενή βάση κι εμφορούνται από εθνικούς σκοπούς, η ισλαμική τρομοκρατία μοιάζει να προκύπτει από πολύ μικρές ομάδες ατόμων που αναζητούν να τερματίσουν τους αιώνες της «ταπείνωσης» του μουσουλμανικού κόσμου από την αποικιοκρατία, την οικονομική υπανάπτυξη και την πολιτική αδυναμία.
Στόχος των ισλαμιστών τρομοκρατών δεν είναι άλλος από την καταστροφή του «ηγεμονικού» δυτικού κόσμου, την ίδια ώρα που η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμανικών εθνών επιθυμούν να συμβιώσουν με τη διεθνή κοινότητα και να συνεργαστούν μαζί της προκειμένου να εφαρμόσουν αποτελεσματικές αναπτυξιακές πολιτικές.
Η μόνη βιώσιμη στρατηγική αντιμετώπισης της απειλής της ισλαμικής τρομοκρατίας προέκυπτε -κι εξακολουθεί να προκύπτει- μέσω της διαμόρφωσης συναινέσεων με τους μουσουλμάνους και τους ηγέτες του μουσουλμανικού κόσμου, συναινέσεων που θα έπαιρναν τη μορφή πολυμερών συνεργασιών σε πολλά ζητήματα -συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων της αστυνομικής συνεργασίας- ώστε να απομονωθούν, να αδυνατίσουν και να εξοντωθούν οι τρομοκράτες μέσα στη φωλιά τους.
Πρόκειται για μία επιχείρηση μακρόχρονη και δύσκολη, δεν υπάρχει όμως εναλλακτική λύση.
Αντί γι’ αυτό η χρήση της μεταφοράς του «πολέμου» συνεχίζει να προσδιορίζει τη διαφορετική αντίδραση των Αμερικανών και πολλών εκ των συμμάχων τους
Η ελκυστικότητα της μεταφοράς μπορεί να ερμηνεύεται από την υπέρμετρη εμπιστοσύνη με την οποία αντιμετωπίζουν οι Αμερικανοί όχι μόνο στις ένοπλες δυνάμεις τους (πράγμα που θα ήταν κατανοητό) αλλά στη βία εν γένει (πράγμα πολύ λιγότερο κατανοητό από ένα νοήμονα λαό).
Ότι κι αν συμβαίνει, η αλήθεια είναι πως η κατάταξη της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας στην κατηγορία του «πολέμου» οδήγησε τους Αμερικανούς υπευθύνους να πολλαπλασιάζουν βίαιες στρατιωτικές επιχειρήσεις με τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να κερδίσουν «το μυαλό και την καρδιά» του μουσουλμανικού κόσμου.
Αντιθέτως.
Η στρατιωτική επέμβαση ήταν κατανοητή μόνο στην περίπτωση του Αφγανιστάν, η κυβέρνηση του οποίου είχε στο κάτω-κάτω παράσχει στην «αλ κάιντα» μια προσωρινή τοπική βάση.
Η εμπλοκή του Ιράκ όμως, που δεν είχε καμία σχέση με την «αλ κάιντα» ή τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν ένα πελώριο λάθος, που ενίσχυσε τον ισλαμικό εξτρεμισμό κι ίσως να του επέτρεψε να στρατολογήσει νέους τρομοκράτες.
Επιπλέον η αμερικανική αντίδραση ενίσχυσε την πίστη των Ισραηλινών σε στρατιωτικές μεθόδους κι οδήγησε στον πρόσφατο πόλεμο στο Λίβανο και την τρέχουσα εισβολή στη Γάζα.
Ανίσχυρη, η διεθνής κοινότητα δεν κάνει τίποτα.
Η ακαμψία και η ωμότητα της αμερικανικής συμπεριφοράς -που προκάλεσε σε πολύ περισσότερους άμαχους νεκρούς από την 11η Σεπτεμβρίου- απέτρεψε κάθε εποικοδομητική διαμεσολάβηση εκ μέρους χωρών όπως το Μαρόκο, η Αλγερία, η Σαουδική Αραβία ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η επίκληση του πολέμου διέγραψε με παρόμοιο τρόπο κάθε προοπτική σοβαρών ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραήλ, Συρίας και Λιβάνου.
Επιτιθέμενες στη μία μουσουλμανική χώρα μετά την άλλη, οι ΗΠΑ κι οι σύμμαχοί τους δημιούργησαν την εντύπωση πως πραγματικός τους αντίπαλος είναι το ίδιο το Ισλάμ, οδηγώντας αναπότρεπτα στη «σύγκρουση των πολιτισμών» που η Αμερική ισχυρίζεται πως απεύχεται.
Να όμως που η αμερικανική στρατηγική απέτυχε.
Η βία δεν μπορεί να πετύχει τα πάντα.
Η διεθνής κοινότητα οφείλει να διακηρύξει πως το Ισλάμ δεν είναι εχθρός της και πως ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία χρειάζεται να διεξαχθεί με άλλους όρους.
Από την πλευρά τους οι μουσουλμάνοι ηγέτες χρειάζεται να διακηρύξουν με ανάλογη σαφήνεια πως η τρομοκρατία δεν συγκαταλέγεται στις επιλογές τους.
Αν αμφότερες οι πλευρές καταπνίξουν τις θανατηφόρες ακραίες εκδοχές τους, η πολιτιστική και πολιτική συμφιλίωση θα μπορέσει να ξαναγεννηθεί.
* O Michel Rocard είναι πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως και οι επιθέσεις και οι αντιδράσεις άλλαξαν εκ βάθρων τις διεθνείς σχέσεις, θα ήταν δύσκολο όμως να ισχυριστεί κανείς πως σήμερα είναι λιγότερο πιθανό να ξαναζήσουμε παρόμοιες ωμότητες.
Γιατί όμως να μην είμαστε σήμερα ασφαλέστεροι από ότι πέντε χρόνια πριν;
Μέσα σε μία εβδομάδα μετά τις επιθέσεις, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους (George W. Bush) κήρυξε τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία».
Η μεταφορική χρήση του όρου «πόλεμος» είχε το μοναδικό πλεονέκτημα να υπογραμμίζει την ένταση που θα έπρεπε να έχει η αντεπίθεσή του. Επιπλέον παρέπεμπε στην γενική κινητοποίηση που θα χρειαζόταν, όχι μόνο στη χώρα που είχε δεχτεί την επίθεση, αλλά και στους φίλους και συμμάχους της.
Κανείς φυσικά δεν αμφισβητεί το δικαίωμα των Αμερικανών στην αυτοάμυνα κι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η νομιμότητα μίας βίαιης αντίδρασης εκ μέρους τους (στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ΣτΜ).
Ο όρος «πόλεμος» όμως φέρει αναπόφευκτα ορισμένα συμφραζόμενα που είναι παραπλανητικά και αντιπαραγωγικά όσον αφορά την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας:
• Όποτε αναφέρεται ο όρος «πόλεμος» δηλοί την αντιπαράθεση εναντίον εθνών, λαών ή κρατών.
• Δηλοί πως θα χαρακτηριστούν ως «εχθρικές» ολόκληρες περιοχές και όσοι διαμένουν σε αυτές.
• Ο πόλεμος προϋποθέτει αναγνωρίσιμους στρατούς και σαφείς διοικητικές δομές• σε κάθε περίπτωση πόλεμος σημαίνει μία στρατιωτική αντιπαράθεση με έναν διακριτό αντίπαλο.
Παραφράζοντας τον υπουργό άμυνας των ΗΠΑ Ντόναλντ Ράμσφελντ (Donald Rumsfeld) θα έλεγα πως σε ότι αφορά τα παραπάνω σημεία, η επιλογή του όρου «πόλεμος» δεν βοήθησε.
Ακόμα κι αν η κλίμακα της επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν τέτοια που μόνο ο αμερικανικός στρατός έμοιαζε ικανός να απαντήσει στην πρόκληση, το γεγονός της αντιμετώπισης μιας μη-εθνικής απειλής παραμένει από τεχνική άποψη ζήτημα αστυνομικών μάλλον, και όχι στρατιωτικών τακτικών.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της λανθασμένης θεώρησης της κατάστασης έγιναν πολύ γρήγορα σαφείς.
Είναι τώρα πλατιά συνειδητό πως η αμερικανική κυβέρνηση -ίσως ακόμα κι ασυνείδητα σε ένα βαθμό- αντελήφθη την «αλ κάιντα» σαν μια δομημένη οργάνωση με ιεραρχική διοικητική δομή, σαν το πρότυπο δηλαδή ενός αντιπάλου που ο αμερικανικός στρατός μπορούσε να επιτεθεί και να καταστρέψει.
Η «αλ κάιντα» όμως (ο όρος σημαίνει στα αραβικά τη «βάση» ή το «στρατόπεδο», τίποτα δηλαδή περισσότερο από ένα χώρο συγκέντρωσης και άσκησης), μοιάζει περισσότερο με μία σφαίρα επιρροής με θολό περίγραμμα, εντός της οποίας κινούνται άτομα και τοπικοί πυρήνες που δρουν πρωτοβουλιακά και συνεργάζονται σπανίως και μόνο για επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας.
Μέχρι σήμερα δεν έχει αποδειχτεί πως υπήρξε ένα «κέντρο» που συντόνισε ή διέταξε να γίνουν επιχειρήσεις όπως οι βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο, τη Μαδρίτη ή το Μπαλί -στα χρόνια που ακολούθησαν την συνωμοσία της 11ης Σεπτεμβρίου- ή η επίθεση στο αμερικανικό πολεμικό πλοίο «USS κόουλ» το 2000.
Είναι επίσης λανθασμένο να παρομοιάζουμε την ισλαμική τρομοκρατία με εκείνη της βασκικής ΕΤΑ, των «τίγρεων του Ταμίλ» της Σρι Λάνκα ή του «ιρλανδικού δημοκρατικού στρατού».
Ενώ αυτές οι ομάδες διαθέτουν μια γηγενή βάση κι εμφορούνται από εθνικούς σκοπούς, η ισλαμική τρομοκρατία μοιάζει να προκύπτει από πολύ μικρές ομάδες ατόμων που αναζητούν να τερματίσουν τους αιώνες της «ταπείνωσης» του μουσουλμανικού κόσμου από την αποικιοκρατία, την οικονομική υπανάπτυξη και την πολιτική αδυναμία.
Στόχος των ισλαμιστών τρομοκρατών δεν είναι άλλος από την καταστροφή του «ηγεμονικού» δυτικού κόσμου, την ίδια ώρα που η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμανικών εθνών επιθυμούν να συμβιώσουν με τη διεθνή κοινότητα και να συνεργαστούν μαζί της προκειμένου να εφαρμόσουν αποτελεσματικές αναπτυξιακές πολιτικές.
Η μόνη βιώσιμη στρατηγική αντιμετώπισης της απειλής της ισλαμικής τρομοκρατίας προέκυπτε -κι εξακολουθεί να προκύπτει- μέσω της διαμόρφωσης συναινέσεων με τους μουσουλμάνους και τους ηγέτες του μουσουλμανικού κόσμου, συναινέσεων που θα έπαιρναν τη μορφή πολυμερών συνεργασιών σε πολλά ζητήματα -συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων της αστυνομικής συνεργασίας- ώστε να απομονωθούν, να αδυνατίσουν και να εξοντωθούν οι τρομοκράτες μέσα στη φωλιά τους.
Πρόκειται για μία επιχείρηση μακρόχρονη και δύσκολη, δεν υπάρχει όμως εναλλακτική λύση.
Αντί γι’ αυτό η χρήση της μεταφοράς του «πολέμου» συνεχίζει να προσδιορίζει τη διαφορετική αντίδραση των Αμερικανών και πολλών εκ των συμμάχων τους
Η ελκυστικότητα της μεταφοράς μπορεί να ερμηνεύεται από την υπέρμετρη εμπιστοσύνη με την οποία αντιμετωπίζουν οι Αμερικανοί όχι μόνο στις ένοπλες δυνάμεις τους (πράγμα που θα ήταν κατανοητό) αλλά στη βία εν γένει (πράγμα πολύ λιγότερο κατανοητό από ένα νοήμονα λαό).
Ότι κι αν συμβαίνει, η αλήθεια είναι πως η κατάταξη της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας στην κατηγορία του «πολέμου» οδήγησε τους Αμερικανούς υπευθύνους να πολλαπλασιάζουν βίαιες στρατιωτικές επιχειρήσεις με τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να κερδίσουν «το μυαλό και την καρδιά» του μουσουλμανικού κόσμου.
Αντιθέτως.
Η στρατιωτική επέμβαση ήταν κατανοητή μόνο στην περίπτωση του Αφγανιστάν, η κυβέρνηση του οποίου είχε στο κάτω-κάτω παράσχει στην «αλ κάιντα» μια προσωρινή τοπική βάση.
Η εμπλοκή του Ιράκ όμως, που δεν είχε καμία σχέση με την «αλ κάιντα» ή τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν ένα πελώριο λάθος, που ενίσχυσε τον ισλαμικό εξτρεμισμό κι ίσως να του επέτρεψε να στρατολογήσει νέους τρομοκράτες.
Επιπλέον η αμερικανική αντίδραση ενίσχυσε την πίστη των Ισραηλινών σε στρατιωτικές μεθόδους κι οδήγησε στον πρόσφατο πόλεμο στο Λίβανο και την τρέχουσα εισβολή στη Γάζα.
Ανίσχυρη, η διεθνής κοινότητα δεν κάνει τίποτα.
Η ακαμψία και η ωμότητα της αμερικανικής συμπεριφοράς -που προκάλεσε σε πολύ περισσότερους άμαχους νεκρούς από την 11η Σεπτεμβρίου- απέτρεψε κάθε εποικοδομητική διαμεσολάβηση εκ μέρους χωρών όπως το Μαρόκο, η Αλγερία, η Σαουδική Αραβία ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η επίκληση του πολέμου διέγραψε με παρόμοιο τρόπο κάθε προοπτική σοβαρών ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραήλ, Συρίας και Λιβάνου.
Επιτιθέμενες στη μία μουσουλμανική χώρα μετά την άλλη, οι ΗΠΑ κι οι σύμμαχοί τους δημιούργησαν την εντύπωση πως πραγματικός τους αντίπαλος είναι το ίδιο το Ισλάμ, οδηγώντας αναπότρεπτα στη «σύγκρουση των πολιτισμών» που η Αμερική ισχυρίζεται πως απεύχεται.
Να όμως που η αμερικανική στρατηγική απέτυχε.
Η βία δεν μπορεί να πετύχει τα πάντα.
Η διεθνής κοινότητα οφείλει να διακηρύξει πως το Ισλάμ δεν είναι εχθρός της και πως ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία χρειάζεται να διεξαχθεί με άλλους όρους.
Από την πλευρά τους οι μουσουλμάνοι ηγέτες χρειάζεται να διακηρύξουν με ανάλογη σαφήνεια πως η τρομοκρατία δεν συγκαταλέγεται στις επιλογές τους.
Αν αμφότερες οι πλευρές καταπνίξουν τις θανατηφόρες ακραίες εκδοχές τους, η πολιτιστική και πολιτική συμφιλίωση θα μπορέσει να ξαναγεννηθεί.
* O Michel Rocard είναι πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας