Επιστροφή στη ζωή
Γιώργος Αγγελόπουλος, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2008-03-26
«Η μη βία», λέει, «είναι ο νέος μου τζιχάντ». Έξι χρόνια αφότου αποφάσισε να γίνει καμικάζι, η Σίφα αλ-Κούντσι έχει επιστρέψει στη ζωή και θέλει να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.
«Oνειρεύομαι ότι είμαι και πάλι 24 χρόνων, ότι μπορώ να βγω, να σπουδάσω. Χαράμισα τα νιάτα μου πίσω από τα σίδερα. Όμως, δόξα τω Θεώ, είμαι ζωντανή και αυτό είναι το σημαντικό», λέει σήμερα η 30χρονη Παλαιστίνια, έπειτα από έξι χρόνια στις ισραηλινές φυλακές.
Η Σίφα είχε επιλέξει να πεθάνει ένα πρωινό της άνοιξης του 2002, στη χειρότερη περίοδο της Ιντιφάντα, της παλαιστινιακής εξέγερσης. Είχε στρατολογηθεί στις Ταξιαρχίες των Μαρτύρων του αλΆκσα, μία ένοπλη οργάνωση προσκείμενη στη Φάταχ. «Οι εικόνες της σφαγής στην Τζενίν και του Αραφάτ πολιορκημένου στη Μουκάτα με είχαν γεμίσει με θυμό», εξηγεί. Ήταν πολύ απογοητευμένη και στην προσωπική ζωή της, καθώς ο σύζυγός της την είχε εγκαταλείψει με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να επιστρέψει στο σπίτι των γονιών της μαζί με την 7χρονη κόρη της. «Είχα ραντεβού στις 5 το πρωί σ΄ ένα κατάστημα κοντά στο σπίτι μου», αφηγείται στη γαλλική «Λιμπερασιόν». «Θα μου έβαζαν 15 κιλά εκρηκτικών σε μια ψεύτικη κοιλιά εγκύου. Μετά ένας άνδρας θα με πήγαινε στη Νετάνια, όπου θα ανατιναζόμασταν κι οι δύο».
Τη νύκτα πριν από την επίθεση αυτοκτονίας, Ισραηλινοί στρατιώτες εισέβαλαν στο σπίτι των αλΚούντσι, ειδοποιημένοι από έναν πληροφοριοδότη, και την συνέλαβαν. Επειδή δεν βρέθηκαν εκρηκτικά, η ποινή της ήταν σχετικά μικρή- έξι χρόνια χωρίς αναστολή. «Οργανώναμε απεργίες για να βελτιώσουμε τις συνθήκες κράτησής μας και συζητούσαμε με τη διεύθυνση της φυλακής», λέει. «Η δράση μας βασιζόταν μόνο στον διάλογο και απέδωσε καρπούς. Άντλησα ένα μεγάλο δίδαγμα απ΄ αυτή την εμπειρία: η βία δεν αποδίδει».
Αφού αποφυλακίσθηκε, η Σίφα μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην έφηβη πια κόρη της, τη δουλειά της σε μια ένωση αρωγής προς τους φυλακισμένους Παλαιστινίους και τα μαθήματα κοινωνικής εργασίας που κάνει στο πανεπιστήμιο της Τουλκάρεμ. Έχει επίσης ξεκινήσει μια νέα μάχη, εντελώς ειρηνική τούτη τη φορά, καλώντας τους Παλαιστίνιους αδελφούς της να σταματήσουν τον ένοπλο αγώνα, να επιλέξουν την οδό της διαπραγμάτευσης με τους Ισραηλινούς. Δεν είναι πως συμπάθησε ξαφνικά το εβραϊκό κράτος, προτείνει απλώς μιαν άλλη στρατηγική, όπως και πολλοί άλλοι που βλέπουν την αποτυχία της στρατιωτικοποίησης της Ιντιφάντα. «Οι Παλαιστίνιοι», εξηγεί, «δεν συνειδητοποιούμε σε ποιο βαθμό η βία καταστρέφει την κοινωνία μας. Γνώρισα ανθρώπους που είχαν περάσει όλη τη ζωή τους στη φυλακή, οικογένειες κατεστραμμένες από τη σύγκρουση, νέους που είναι έτοιμοι να ανατιναχθούν, ενώ θα μπορούσαν να δουλέψουν, να κάνουν οικογένεια... Για μας ήρθε η ώρα να ζήσουμε, να επωφεληθούμε από την ύπαρξη».
«Oνειρεύομαι ότι είμαι και πάλι 24 χρόνων, ότι μπορώ να βγω, να σπουδάσω. Χαράμισα τα νιάτα μου πίσω από τα σίδερα. Όμως, δόξα τω Θεώ, είμαι ζωντανή και αυτό είναι το σημαντικό», λέει σήμερα η 30χρονη Παλαιστίνια, έπειτα από έξι χρόνια στις ισραηλινές φυλακές.
Η Σίφα είχε επιλέξει να πεθάνει ένα πρωινό της άνοιξης του 2002, στη χειρότερη περίοδο της Ιντιφάντα, της παλαιστινιακής εξέγερσης. Είχε στρατολογηθεί στις Ταξιαρχίες των Μαρτύρων του αλΆκσα, μία ένοπλη οργάνωση προσκείμενη στη Φάταχ. «Οι εικόνες της σφαγής στην Τζενίν και του Αραφάτ πολιορκημένου στη Μουκάτα με είχαν γεμίσει με θυμό», εξηγεί. Ήταν πολύ απογοητευμένη και στην προσωπική ζωή της, καθώς ο σύζυγός της την είχε εγκαταλείψει με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να επιστρέψει στο σπίτι των γονιών της μαζί με την 7χρονη κόρη της. «Είχα ραντεβού στις 5 το πρωί σ΄ ένα κατάστημα κοντά στο σπίτι μου», αφηγείται στη γαλλική «Λιμπερασιόν». «Θα μου έβαζαν 15 κιλά εκρηκτικών σε μια ψεύτικη κοιλιά εγκύου. Μετά ένας άνδρας θα με πήγαινε στη Νετάνια, όπου θα ανατιναζόμασταν κι οι δύο».
Τη νύκτα πριν από την επίθεση αυτοκτονίας, Ισραηλινοί στρατιώτες εισέβαλαν στο σπίτι των αλΚούντσι, ειδοποιημένοι από έναν πληροφοριοδότη, και την συνέλαβαν. Επειδή δεν βρέθηκαν εκρηκτικά, η ποινή της ήταν σχετικά μικρή- έξι χρόνια χωρίς αναστολή. «Οργανώναμε απεργίες για να βελτιώσουμε τις συνθήκες κράτησής μας και συζητούσαμε με τη διεύθυνση της φυλακής», λέει. «Η δράση μας βασιζόταν μόνο στον διάλογο και απέδωσε καρπούς. Άντλησα ένα μεγάλο δίδαγμα απ΄ αυτή την εμπειρία: η βία δεν αποδίδει».
Αφού αποφυλακίσθηκε, η Σίφα μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην έφηβη πια κόρη της, τη δουλειά της σε μια ένωση αρωγής προς τους φυλακισμένους Παλαιστινίους και τα μαθήματα κοινωνικής εργασίας που κάνει στο πανεπιστήμιο της Τουλκάρεμ. Έχει επίσης ξεκινήσει μια νέα μάχη, εντελώς ειρηνική τούτη τη φορά, καλώντας τους Παλαιστίνιους αδελφούς της να σταματήσουν τον ένοπλο αγώνα, να επιλέξουν την οδό της διαπραγμάτευσης με τους Ισραηλινούς. Δεν είναι πως συμπάθησε ξαφνικά το εβραϊκό κράτος, προτείνει απλώς μιαν άλλη στρατηγική, όπως και πολλοί άλλοι που βλέπουν την αποτυχία της στρατιωτικοποίησης της Ιντιφάντα. «Οι Παλαιστίνιοι», εξηγεί, «δεν συνειδητοποιούμε σε ποιο βαθμό η βία καταστρέφει την κοινωνία μας. Γνώρισα ανθρώπους που είχαν περάσει όλη τη ζωή τους στη φυλακή, οικογένειες κατεστραμμένες από τη σύγκρουση, νέους που είναι έτοιμοι να ανατιναχθούν, ενώ θα μπορούσαν να δουλέψουν, να κάνουν οικογένεια... Για μας ήρθε η ώρα να ζήσουμε, να επωφεληθούμε από την ύπαρξη».