Πέντε χρόνια πολέμου κατά της τρομοκρατίας
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2006-09-13
Προχθές έκλεισαν πέντε χρόνια πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Σ αυτό το διάστημα πολλά έγιναν, πολλά ειπώθηκαν, αλλά οι αρχικές αντιδράσεις παρέμειναν πολωμένες. Από τη μια, όσοι πιστεύουν ότι ο πόλεμος ήταν αναγκαίος και πρέπει να συνεχιστεί μέχρι την τελική νίκη. Και από την άλλη, όσοι τον καταδικάζουν ως μια προσπάθεια των Αμερικανών να επιβάλουν την ηγεμονία τους. Τα εκατέρωθεν επιχειρήματα έχουν διατυπωθεί τόσες φορές, ώστε δεν έχει νόημα να τα επαναλάβουμε. Υπάρχει όμως μια πτυχή του θέματος, η οποία σηκώνει συζήτηση: για τι είδους πόλεμο πρόκειται;
Ο ορισμός του πολέμου, όπως όλοι τον καταλαβαίνουμε, προϋποθέτει την ύπαρξη δύο ήδη συγκροτημένων αντιπάλων, οι οποίοι έρχονται σε ρήξη επειδή οι επιδιώξεις τους αλληλοαναιρούνται και μόνο με τη χρήση βίας θα κριθεί ποιος από τους δύο θα επικρατήσει. Είτε μιλάμε για την Αθήνα και τη Σπάρτη στον 5ο π.Χ. αιώνα, είτε για τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο στον 20ό, το σχήμα παραμένει το ίδιο: οι αντίπαλοι προϋπάρχουν και έχουν διαμετρικά αντίθετες προθέσεις. Αυτό ακριβώς λείπει από τον «πόλεμο» κατά της τρομοκρατίας, με την έννοια ότι ο εχθρός των Αμερικανών σε μεγάλο βαθμό κατασκευάζεται. Και κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Επειδή κάποιοι θα διαφωνήσουν επικαλούμενοι πραγματικά γεγονότα, ας γίνουμε σαφείς. Ουδείς αρνείται ότι η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους συνέβη και προηγήθηκε. Γατί όμως συνέβη; Η απάντηση είναι ότι με αυτή τη θεαματική κίνηση μια σχετικά μικρή περιφερειακή ομάδα θέλησε να γίνει ο μείζων, ή μάλλον ο μοναδικός και ο πραγματικός αντίπαλος των ΗΠΑ και της Δύσης. Οσο παράξενο και να φαίνεται, οι απώτερες επιδιώξεις και του Μπιν Λάντεν και των νεοσυντηρητικών στην Ουάσιγκτον εδώ ταυτίστηκαν.
Για τους Αμερικανούς η ανάδειξη της Αλ Κάιντα σε μοναδικό και απόλυτο εχθρό είχε δύο πλεονεκτήματα: το πρώτο και άμεσο ήταν ότι έβγαλε από τη συζήτηση τις ευθύνες τους πριν από την 11η Σεπτεμβρίου. Η επίθεση πήρε τις διαστάσεις μιας πράξης επέκεινα της πολιτικής, η οποία παραπέμπει σε μυθολογικές αφηγήσεις όπου το κακό συγκρούεται με το καλό. (Ο Μπιν Λάντεν δεν θα διαφωνούσε.) Και αυτό οδήγησε στην εξής χιλιοειπωμένη και σαθρή δικαιολογία: θα το έκαναν έτσι κι αλλιώς, άρα δεν υπάρχει από τη μεριά μας συντρέχον έγκλημα.
Στην πορεία όμως προέκυψε και κάτι άλλο που δείχνει καθαρά την ιδιαιτερότητα αυτής της αναμέτρησης. Σε έναν κανονικό πόλεμο φροντίζουμε να αποδυναμώνουμε τον αντίπαλο αμφισβητώντας την ισχύ του και προλαμβάνοντας οποιαδήποτε κίνησή του να αποκτήσει συμμάχους. Στον «πόλεμο» κατά της τρομοκρατίας όμως οι Αμερικανοί κάνουν ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή «χαρίζουν» στην Αλ Κάιντα διάφορες πράξεις αντίστασης ανά τον κόσμο, με το εξωφρενικό επιχείρημα ότι τις υποκινεί. Για παράδειγμα, όπως αποφάνθηκε προ ημερών η σχετική έρευνα στην Αμερική, ο Σαντάμ δεν είχε καμία σχέση με τον Μπιν Λάντεν. Και όμως, αυτό και τα ανύπαρκτα όπλα μαζικής καταστροφής επικαλέστηκαν οι νεοσυντηρητικοί για να δικαιώσουν την εισβολή στο Ιράκ. Σήμερα ακούμε το ίδιο για το Ιράν. Αύριο μπορεί η Αλ Κάιντα να ξεφυτρώσει στη Λατινική Αμερική.
Γιατί το κάνουν; Γιατί ψεύδονται και κατασκευάζουν έναν εχθρό πολύ μεγαλύτερο απ ό,τι είναι; Υπάρχει και απάντηση και προηγούμενο: στον ψυχρό πόλεμο και οι δύο πλευρές απέδωσαν στον αντίπαλό τους δαιμονικές ιδιότητες και ικανότητες. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί στην Αμερική εξασφάλισαν την προνομιακή τους θέση πείθοντας τους συμπατριώτες τους ότι οι κομμουνιστές βρίσκονται παντού, ακόμα και κάτω από το κρεβάτι τους. Οι Σοβιετικοί πίστευαν ότι οι πράκτορες των καπιταλιστών ευθύνονταν για κάθε δυσλειτουργία στο σοσιαλιστικό παράδεισο. Και το παράδοξο είναι ότι στην προσπάθειά τους να πατάξουν τον πανταχού παρόντα εχθρό, τον ενίσχυσαν. Στη Δύση η αστυνομοκρατία στρατολόγησε αριστερούς, ενώ στις σοσιαλιστικές χώρες τα ολοένα και περισσότερα θύματα της «ιδεολογικής επαγρύπνησης» στράφηκαν προς την Αμερική.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα. Ο «πόλεμος» κατά της τρομοκρατίας δίνει το δικαίωμα στους Αμερικανούς να στιγματίσουν ως τρομοκράτη όποιον αντιστέκεται στην πολιτική τους. Ταυτόχρονα η σταυροφορία τους κατά του κακού κατασκευάζει τρομοκράτες. Είναι μια περίεργη, μια αντιφατική σχέση μίσους και αλληλοτροφοδοσίας, εφόσον ο εχθρός και πρέπει να νικηθεί (παραδοσιακός πόλεμος) αλλά και πρέπει να υπάρχει (ιδεολογικός πόλεμος). Στην Ελλάδα χαιρόμαστε χαρά μεγάλη όταν οι Αμερικανοί σκοντάφτουν, πράγμα απόλυτα κατανοητό σε συναισθηματικό επίπεδο. Ας αναλογιστούμε όμως κάτι περισσότερο περίπλοκο. Οι ΗΠΑ και ο ισλαμικός φονταμενταλισμός της Αλ Κάιντα, οι δύο συμμετρικοί αντίπαλοι, λένε ότι θέλουν να φτιάξουν έναν κόσμο κατ εικόνα και ομοίωσή τους. «Δημοκρατικό» οι μεν· «ισλαμικό» οι δε. Σε τελική ανάλυση όμως θέλουν να επιβάλουν ως μοναδικό μοντέλο πολιτικής τη δική τους σύγκρουση. Συνεπώς η ταύτιση με τη μία ή την άλλη πλευρά δεν αποτελεί λύση. Το ζητούμενο φυσικά δεν είναι η ουδετερότητα αλλά η δημιουργία καταστάσεων όπου το δίλημμα αυτό θα ισχύει λιγότερο.
Ο ορισμός του πολέμου, όπως όλοι τον καταλαβαίνουμε, προϋποθέτει την ύπαρξη δύο ήδη συγκροτημένων αντιπάλων, οι οποίοι έρχονται σε ρήξη επειδή οι επιδιώξεις τους αλληλοαναιρούνται και μόνο με τη χρήση βίας θα κριθεί ποιος από τους δύο θα επικρατήσει. Είτε μιλάμε για την Αθήνα και τη Σπάρτη στον 5ο π.Χ. αιώνα, είτε για τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο στον 20ό, το σχήμα παραμένει το ίδιο: οι αντίπαλοι προϋπάρχουν και έχουν διαμετρικά αντίθετες προθέσεις. Αυτό ακριβώς λείπει από τον «πόλεμο» κατά της τρομοκρατίας, με την έννοια ότι ο εχθρός των Αμερικανών σε μεγάλο βαθμό κατασκευάζεται. Και κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Επειδή κάποιοι θα διαφωνήσουν επικαλούμενοι πραγματικά γεγονότα, ας γίνουμε σαφείς. Ουδείς αρνείται ότι η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους συνέβη και προηγήθηκε. Γατί όμως συνέβη; Η απάντηση είναι ότι με αυτή τη θεαματική κίνηση μια σχετικά μικρή περιφερειακή ομάδα θέλησε να γίνει ο μείζων, ή μάλλον ο μοναδικός και ο πραγματικός αντίπαλος των ΗΠΑ και της Δύσης. Οσο παράξενο και να φαίνεται, οι απώτερες επιδιώξεις και του Μπιν Λάντεν και των νεοσυντηρητικών στην Ουάσιγκτον εδώ ταυτίστηκαν.
Για τους Αμερικανούς η ανάδειξη της Αλ Κάιντα σε μοναδικό και απόλυτο εχθρό είχε δύο πλεονεκτήματα: το πρώτο και άμεσο ήταν ότι έβγαλε από τη συζήτηση τις ευθύνες τους πριν από την 11η Σεπτεμβρίου. Η επίθεση πήρε τις διαστάσεις μιας πράξης επέκεινα της πολιτικής, η οποία παραπέμπει σε μυθολογικές αφηγήσεις όπου το κακό συγκρούεται με το καλό. (Ο Μπιν Λάντεν δεν θα διαφωνούσε.) Και αυτό οδήγησε στην εξής χιλιοειπωμένη και σαθρή δικαιολογία: θα το έκαναν έτσι κι αλλιώς, άρα δεν υπάρχει από τη μεριά μας συντρέχον έγκλημα.
Στην πορεία όμως προέκυψε και κάτι άλλο που δείχνει καθαρά την ιδιαιτερότητα αυτής της αναμέτρησης. Σε έναν κανονικό πόλεμο φροντίζουμε να αποδυναμώνουμε τον αντίπαλο αμφισβητώντας την ισχύ του και προλαμβάνοντας οποιαδήποτε κίνησή του να αποκτήσει συμμάχους. Στον «πόλεμο» κατά της τρομοκρατίας όμως οι Αμερικανοί κάνουν ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή «χαρίζουν» στην Αλ Κάιντα διάφορες πράξεις αντίστασης ανά τον κόσμο, με το εξωφρενικό επιχείρημα ότι τις υποκινεί. Για παράδειγμα, όπως αποφάνθηκε προ ημερών η σχετική έρευνα στην Αμερική, ο Σαντάμ δεν είχε καμία σχέση με τον Μπιν Λάντεν. Και όμως, αυτό και τα ανύπαρκτα όπλα μαζικής καταστροφής επικαλέστηκαν οι νεοσυντηρητικοί για να δικαιώσουν την εισβολή στο Ιράκ. Σήμερα ακούμε το ίδιο για το Ιράν. Αύριο μπορεί η Αλ Κάιντα να ξεφυτρώσει στη Λατινική Αμερική.
Γιατί το κάνουν; Γιατί ψεύδονται και κατασκευάζουν έναν εχθρό πολύ μεγαλύτερο απ ό,τι είναι; Υπάρχει και απάντηση και προηγούμενο: στον ψυχρό πόλεμο και οι δύο πλευρές απέδωσαν στον αντίπαλό τους δαιμονικές ιδιότητες και ικανότητες. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί στην Αμερική εξασφάλισαν την προνομιακή τους θέση πείθοντας τους συμπατριώτες τους ότι οι κομμουνιστές βρίσκονται παντού, ακόμα και κάτω από το κρεβάτι τους. Οι Σοβιετικοί πίστευαν ότι οι πράκτορες των καπιταλιστών ευθύνονταν για κάθε δυσλειτουργία στο σοσιαλιστικό παράδεισο. Και το παράδοξο είναι ότι στην προσπάθειά τους να πατάξουν τον πανταχού παρόντα εχθρό, τον ενίσχυσαν. Στη Δύση η αστυνομοκρατία στρατολόγησε αριστερούς, ενώ στις σοσιαλιστικές χώρες τα ολοένα και περισσότερα θύματα της «ιδεολογικής επαγρύπνησης» στράφηκαν προς την Αμερική.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα. Ο «πόλεμος» κατά της τρομοκρατίας δίνει το δικαίωμα στους Αμερικανούς να στιγματίσουν ως τρομοκράτη όποιον αντιστέκεται στην πολιτική τους. Ταυτόχρονα η σταυροφορία τους κατά του κακού κατασκευάζει τρομοκράτες. Είναι μια περίεργη, μια αντιφατική σχέση μίσους και αλληλοτροφοδοσίας, εφόσον ο εχθρός και πρέπει να νικηθεί (παραδοσιακός πόλεμος) αλλά και πρέπει να υπάρχει (ιδεολογικός πόλεμος). Στην Ελλάδα χαιρόμαστε χαρά μεγάλη όταν οι Αμερικανοί σκοντάφτουν, πράγμα απόλυτα κατανοητό σε συναισθηματικό επίπεδο. Ας αναλογιστούμε όμως κάτι περισσότερο περίπλοκο. Οι ΗΠΑ και ο ισλαμικός φονταμενταλισμός της Αλ Κάιντα, οι δύο συμμετρικοί αντίπαλοι, λένε ότι θέλουν να φτιάξουν έναν κόσμο κατ εικόνα και ομοίωσή τους. «Δημοκρατικό» οι μεν· «ισλαμικό» οι δε. Σε τελική ανάλυση όμως θέλουν να επιβάλουν ως μοναδικό μοντέλο πολιτικής τη δική τους σύγκρουση. Συνεπώς η ταύτιση με τη μία ή την άλλη πλευρά δεν αποτελεί λύση. Το ζητούμενο φυσικά δεν είναι η ουδετερότητα αλλά η δημιουργία καταστάσεων όπου το δίλημμα αυτό θα ισχύει λιγότερο.