Ο λαϊκισμός ως ιδεολογία
Θανάσης Γιαλκέτσης, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2020-10-03
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης του Γάλλου ιστορικού και κοινωνιολόγου Πιερ Ροζανβαλόν, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Sciences Humaines.
• Από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου σας «Le Siècle du populisme» (Seuil, 2020), σημειώνετε την «ασάφεια» της έννοιας του λαϊκισμού. Ποιον ορισμό θα δίνατε στον λαϊκισμό;
Ο ορισμός του λαϊκισμού είναι διπλός. Είναι πρώτα απ’ όλα μια αντίδραση σε ένα συναίσθημα εγκατάλειψης, κακής αντιπροσώπευσης, και μια αγανάκτηση μπροστά στην αύξηση των ανισοτήτων, που, εδώ και τουλάχιστον μιαν εικοσαετία, εκφράζεται σχεδόν παντού με ένα κίνημα «αποδέσμευσης». Οφείλουμε όμως να εξετάσουμε τον λαϊκισμό και με πιο ουσιαστικό τρόπο, σαν ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο. Το βιβλίο μου δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε αυτή τη δεύτερη ερμηνεία: ο λαϊκισμός είναι μια ιδεολογία με την πλήρη έννοια του όρου, μια θεώρηση της δημοκρατίας, της κοινωνίας και της οικονομίας. Αν αρκεστούμε να βλέπουμε στον λαϊκισμό το αποτέλεσμα μιας τύφλωσης των κοινωνιών και ιδιαίτερα των λαϊκών τάξεων, δεν θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε ότι αποτελεί και μια θελκτική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας και της πολιτικής δράσης. Το να κατανοήσουμε τον λαϊκισμό και να επεξεργαστούμε τη θεωρία του μας επιτρέπει να τερματίσουμε αυτή την ανίσχυρη κριτική.
• Ποιες είναι οι συνιστώσες αυτής της λαϊκιστικής ιδεολογίας;
Απαριθμώ πέντε από αυτές. Η λιγότερο χαρακτηριστική είναι η θέση που παραχωρεί στις συγκινήσεις. Ο λαϊκισμός έχει κατανοήσει με τρόπο αρκετά πρωτοποριακό και ισχυρό ότι δεν ήταν μόνο τα συμφέροντα, αλλά ήταν και τα πάθη εκείνα που κατηύθυναν τις κοινωνίες και ότι έπρεπε να αποκατασταθεί η θέση τους στην πολιτική. Τα άλλα τέσσερα στοιχεία είναι: μια αντίληψη της κοινωνίας κομμένης στα δύο, διαιρεμένης ανάμεσα σε έναν μικρό συνασπισμό των ελίτ και στο 99% των υπολοίπων· η ενσάρκωση του λαού από έναν ηγέτη· οι εκλογές θεωρούμενες ως ο μόνος τρόπος έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας και η κριτική στα ενδιάμεσα σώματα· τέλος, μια θεώρηση της ανανέωσης της πολιτικής βούλησης θεμελιωμένη σε μιαν αντίληψη προστατευτισμού, δηλαδή μιας οικονομίας πάνω στην οποία ασκείται περισσότερη κυριαρχία. Αυτά τα τέσσερα στοιχεία ανευρίσκονται, με ιδιαίτερους συνδυασμούς, στο σύνολο των λαϊκιστικών καθεστώτων και κινημάτων, στην Τσεχία, την Ουγγαρία και την Πολωνία, στην Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ, σε κάμποσες χώρες της Λατινικής Αμερικής ή ακόμη και στην Ινδία.
• Ο όρος «λαϊκισμός» χρησιμοποιήθηκε επί πολύ καιρό για να παραπέμπει σε Λατινοαμερικανούς ηγέτες των μέσων του εικοστού αιώνα, όπως ο Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν στην Κολομβία ή ο Χουάν Περόν στην Αργεντινή. Στην Ευρώπη παρέπεμπε μάλλον στην εισβολή «διαμαρτυρόμενων» ή «εξτρεμιστών».
Επί πολύ καιρό, σε κάμποσες ευρωπαϊκές χώρες, ο λαϊκισμός θεωρήθηκε ως μια απλή επανεμφάνιση του παρελθόντος, ως μια αναβίωση της Ακροδεξιάς στη βάση μιας κριτικής της μετανάστευσης. Αυτή η αντίληψη αντιστοιχούσε σε ένα πραγματικό φαινόμενο: το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία ήταν ένα ιστορικό «σύμφυρμα» όλων των διαδοχικών απόψεων, μορφών και μνημών του φασισμού και της Ακρας Δεξιάς, κληρονόμος ταυτόχρονα του Σαρλ Μοράς και της Action francaise, των φασιστικών συνδέσμων της δεκαετίας του 1930 και του καθεστώτος του Βισί. Με αφετηρία όμως τη δεκαετία του 1990, με την παρουσία του Ζαν-Μαρί Λεπέν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2002 κι έπειτα με την ανάληψη της ηγεσίας από τη Μαρίν Λεπέν, είδαμε να διατηρείται η ακροδεξιά του βάση αλλά να παίρνει μια διαφορετική διάσταση. Μετακινήθηκε έτσι προς τα «αριστερά» στις απόψεις του για το κοινωνικό ζήτημα και εγκατέλειψε τις φιλελεύθερες θέσεις του προς όφελος ενός «εθνικού προστατευτισμού» στην οικονομία. Εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια, υποχρεωθήκαμε να διαπιστώσουμε ότι ενσάρκωνε ένα νέο πολιτικό και διανοητικό φαινόμενο.
• «Λαϊκιστής εγώ, το παραδέχομαι!», έλεγε ο Ζαν-Λικ Μελανσόν κατά την τελευταία προεδρική εκλογική εκστρατεία. Πώς μπορούμε να συγκρίνουμε τον αριστερό λαϊκισμό με τον δεξιό λαϊκισμό;
Οι δυο τους συμμερίζονται μια δυαδική θεώρηση της κοινωνίας, κομμένης ανάμεσα στο 1% των ελίτ εναντίον του 99% των υπολοίπων. Τάσσονται επίσης υπέρ μιας ανάκτησης της κυριαρχίας μέσω μηχανισμών κλεισίματος. Συμμερίζονται τέλος μιαν ίδια κριτική στα συνταγματικά δικαστήρια και στις ανεξάρτητες αρχές. Η ιστορία όμως αυτών των δύο λαϊκισμών είναι ριζικά αντίθετη. Στη Γαλλία, ο Εθνικός Συναγερμός βασίζεται στον κόσμο της Ακροδεξιάς, ενώ η Ανυπότακτη Γαλλία βασίζεται στην ιστορία της εργατικής αλληλεγγύης και του αριστερισμού. Δεν μπορούμε να φανταστούμε πιο ριζικά αντιτιθέμενες πολιτικές παραδόσεις. Το άλλο σημείο ριζικής αντίθεσής τους είναι οι απόψεις τους για τη συγκρότηση του λαού. Ο Εθνικός Συναγερμός κατηγορεί τόσο τους μετανάστες όσο και τις ελίτ, ενώ οι αριστεροί λαϊκιστές ασκούν κριτική μόνο στην ολιγαρχία.
• Ποια σχέση θεωρείτε ότι υπάρχει ανάμεσα στον λαϊκισμό και στον νεοφιλελευθερισμό, τους οποίους αντιπαραθέτουν συχνά;
Το πρόβλημα με τον όρο «νεοφιλελευθερισμός» είναι ότι συγχέει ένα σύνολο διαφορετικών πραγμάτων: τον θρίαμβο μιας οικονομίας της αγοράς που κυβερνιέται από τους μηχανισμούς της απορρύθμισης αλλά και ένα ορισμένο ατομικιστικό πνεύμα, μια γενικευμένη κουλτούρα του ανταγωνισμού και της αξιοσύνης. Αυτό τον μετατρέπει σε μια μεγάλη ελαστική λέξη, που μας εμποδίζει να σκεφτούμε τις αλλαγές του σύγχρονου καπιταλισμού και της κοινωνίας της μισθωτής εργασίας. Στο παρελθόν, οι κοινωνικές τάξεις ορίζονταν ως συνεκτικοί επαγγελματικοί, πολιτισμικοί και εδαφικά εντοπισμένοι κόσμοι, που είχαν μιαν αντίστοιχη πολιτική εκπροσώπηση, όπως είχαν οι εργάτες το Κομμουνιστικό Κόμμα. Αυτός ο κόσμος έχει διαλυθεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα φαινόμενα εκμετάλλευσης ή αλλοτρίωσης έχουν χαθεί. Απλώς έχουν πάρει διαφορετική μορφή. Αυτό σημαίνει ότι ο εργατικός κόσμος δεν είναι πλέον εκείνος του μεγάλου εργοστασίου, αλλά εκείνος των επισκευαστών, των υπαλλήλων, των αποθηκάριων κοκ. Ο όρος «τάξεις» έχει χάσει την κοινωνιολογική του ακρίβεια, αλλά δεν την έχει χάσει ο όρος «αγώνες».
• Αυτός ο νέος εργατικός κόσμος φάνηκε να τροφοδοτεί κυρίως το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων».
Δεν μπορούμε να αναγάγουμε τα «κίτρινα γιλέκα» σε μία κατηγορία. Αυτά είναι η έκφραση της αλλαγής του χαρακτήρα της κοινωνικής δομής. Οταν μιλάμε για κίνημα, μιλάμε για μιαν ομάδα που έχει αίσθηση της ταυτότητάς της και της στρατηγικής της, πράγμα που εκδηλώνεται με το γεγονός ότι οργανώνει διαδηλώσεις από το ένα σημείο ώς το άλλο, με ενοποιητικά συνθήματα και με πρόσωπα που κουβαλούν ένα μεγάφωνο για να απευθύνονται στους άλλους. Το ιδιαίτερο γνώρισμα των «κίτρινων γιλέκων» είναι το ότι έχουν αρχικά εκδηλώσει μια παρουσία, οργανώνοντας στατικές συγκεντρώσεις σε πλατείες. Ηταν σαν να ήθελαν να πουν: «Εμείς είμαστε εδώ». Ποιος είναι όμως αυτό το «εμείς»; Αυτό το «εμείς» που ήταν «εδώ» εξέφρασε μια σταθερή αντίθεση στην αντιπροσώπευση, ενώ ο εργατικός κόσμος οριζόταν μέσα από τα συνδικάτα του και από τα κόμματά του. Τα λίγα πρόσωπα από τα «κίτρινα γιλέκα» που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, προβλήθηκαν από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, όχι μόνο αποκηρύχθηκαν, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις δέχθηκαν και βίαιες επιθέσεις. Ηταν σαν να ήθελαν μάλλον να πουν: εμείς είμαστε το πλήθος των διαφορετικών καταστάσεων που είναι αθέατες. […]