Δυο λόγια για τον λαϊκισμό
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2018-07-14
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως πάντα, διάβασα το κείμενο του Κύρκου Δοξιάδη με τίτλο «"Λαϊκισμός" και Αριστερά» που δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» πριν από μερικές εβδομάδες. Και ξανά όπως πάντα, δεν μπόρεσα παρά να συμφωνήσω με κάποια βασικά πράγματα που λέει. Για παράδειγμα, ορθώς επισημαίνει ότι ο όρος «λαϊκισμός» έγινε της μόδας, για λάθος λόγους θα πρόσθετα.
Μ’ αυτό εννοώ ότι κάποιες έννοιες έχουν καταντήσει σημαίες, αποθαρρύνοντας τις προσπάθειες να τις αναλύσουμε όσο πιο νηφάλια και γόνιμα μπορούμε, αντί να τις μετατρέπουμε σε ιδεολογικά ρόπαλα. Συμφωνώ επίσης ότι σε μια ατμόσφαιρα σκληρής αντιπαράθεσης η ακρίβεια των όρων που χρησιμοποιούμε γίνεται το πρώτο θύμα: ο λαϊκισμός –και σ’ αυτό έχει δίκιο ο Κ. Δοξιάδης– δεν σημαίνει απλά και μόνο δημαγωγία, όπως πολλοί πιστεύουν.
Aν λοιπόν υιοθετήσουμε αυτή τη διευκρίνιση, στον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να καταλογιστεί κυρίως δημαγωγία (λαγοί με πετραχήλια). Με την υπενθύμιση όμως ότι ο λόγος του διακινούσε ορισμένα στοιχεία σαφώς λαϊκιστικά, όπως λ.χ. ο μανιχαϊσμός άσπρου-μαύρου, ο προσεταιρισμός οποιουδήποτε δήλωνε αγανακτισμένος χωρίς να εξετάζεται το γιατί αγανάκτησε, η μετάθεση ευθυνών και η αίσθηση ότι το πρόβλημα θα λυθεί εύκολα, αρκεί να το θελήσουμε. Οσο για τον εθνολαϊκισμό, ας μην ξεχνάμε τη ρήση του Αλέξη Τσίπρα ότι αυτοί που μας κυβερνούν δεν είναι επαρκώς Ελληνες. Την οποία οι «πιστοί» την έχουν διαγράψει από τη μνήμη τους.
Τι συμβαίνει όμως με τη λαϊκή κυριαρχία; Μήπως η κριτική του λαϊκισμού την υπονομεύει; Το θέμα έχει μεγάλη σημασία και πρέπει να το ψάξουμε. Νομίζω ότι οι νεοφιλελεύθεροι όντως υπονομεύουν τη λαϊκή κυριαρχία. Οχι όμως γιατί αμφισβητούν το δικαίωμα του λαού να εκλέγει την κυβέρνηση της αρεσκείας του, αλλά επειδή ισχυρίζονται ότι η πολιτική εξουσία δεν πρέπει να φυτρώνει εκεί που δεν τη σπέρνουν, δηλαδή στην οικονομία, όπου οι αποφάσεις παίρνονται από την ελεύθερη αγορά.
Κατά τα άλλα, εκλογές θα γίνονται κανονικά· ουδείς ονειρεύεται την κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας από δικτατορίες παλαιού τύπου. Και κάτι άλλο: το ευαγγέλιο της επιχειρηματικότητας δεν συνιστά λαϊκισμό, όπως υπαινίσσεται ο Κ. Δοξιάδης, διότι δεν επικαλείται το χάσμα ανάμεσα στους ισχυρούς και τους ανίσχυρους, αλλά την ανθρώπινη «φύση», δηλαδή την υποτιθέμενη επιθυμία του ατόμου να επικρατήσει σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.
Επιστρέφοντας στο θέμα μας, ποια η σχέση της λαϊκής κυριαρχίας που όλοι θέλουμε με τον λαϊκισμό που καταδικάζουμε; Σε τι και πώς διαφέρουν; Στις δημοκρατικές κοινωνίες ο λαός έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να διαλέγει ελεύθερα εκείνους που θα κυβερνήσουν. Αυτό ως γενική αρχή δεν σηκώνει σκόντο. Οι λαϊκιστές όμως λένε κάτι επιπλέον: ότι ο λαός έχει πάντα δίκιο.
Ετυμολογικά οι δύο λέξεις συγγενεύουν. Το να περνάμε όμως από τη μία στην άλλη συνιστά «μετάβασιν εις άλλον γένος», όπως έλεγε ο Αριστοτέλης. Διότι το δικαίωμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με την υποχρέωση, αποκτά νόημα και ισχύ μόνο μέσα σε μια νεωτερική κοινωνία πολιτών με θεσμούς δημοκρατικά κατεστημένους που ορίζουν το σύννομο και το παράνομο, πάνω στη βάση δεσμευτικών και γενικά αποδεκτών κανόνων.
Η γενεαλογία της έννοιας του απλού και άδολου λαού μάς γυρίζει πολύ πίσω. Και δεν αναφέρομαι στον εξωτισμό που συνέπεσε με την έλευση της νεωτερικής ορθολογικότητας. Μας γυρίζει στη Γένεση, το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, και το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο ταυτίζεται με την απόκτηση της γνώσης.
Μπορεί να πέρασαν αιώνες, αλλά ακόμα και σήμερα πάρα πολλοί αποδέχονται, ίσως ανεπίγνωστα, ότι την πραγματική και αφτιασίδωτη αλήθεια θα την ακούσουμε μόνο από το στόμα εκείνων που τους παρέκαμψε η πρόοδος και κυρίως δεν τους «χάλασε» το σχολείο, πόσο μάλλον οι εισαγόμενες θεωρίες. Οχι μόνο από τρελό κι από παιδί αλλά κι από αγράμματο μαθαίνεις την αλήθεια. Αυτή η λατρεία της ανεπεξέργαστης λαϊκής σοφίας σηκώνει πολλή συζήτηση. Αρκούμαι λοιπόν σε ένα σχόλιο: τις αρετές του απλού λαού μπορούν να τις ανακαλύψουν και να τις εκτιμήσουν μόνο οι μορφωμένοι, οι οποίοι χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους και ταυτόχρονα τις καταγγέλλουν, χωρίς όμως να τις απεκδύονται.
Φυσικά στις μέρες μας ο λαϊκισμός είναι ένα πολυπλόκαμο πολιτικό φαινόμενο άκρως επικίνδυνο, αλλά την εν λόγω διάσταση την αφήνω σε όσους ξέρουν πολύ περισσότερα από εμένα για το θέμα. Ενα μόνο έχω να πω: ότι ο λαϊκισμός, αυτή η σύγχρονη πολιτική ιδεολογία, έχει βαθύτατες θεολογικές ρίζες. Δηλαδή την ιδέα ότι η πτώση αρχίζει με τη γνώση και ότι δεν θα μας σώσει ο σκεπτόμενος αλλά ο αγνός και άδολος άνθρωπος του λαού, ο οποίος έχει πάντα δίκιο.
Μ’ αυτό εννοώ ότι κάποιες έννοιες έχουν καταντήσει σημαίες, αποθαρρύνοντας τις προσπάθειες να τις αναλύσουμε όσο πιο νηφάλια και γόνιμα μπορούμε, αντί να τις μετατρέπουμε σε ιδεολογικά ρόπαλα. Συμφωνώ επίσης ότι σε μια ατμόσφαιρα σκληρής αντιπαράθεσης η ακρίβεια των όρων που χρησιμοποιούμε γίνεται το πρώτο θύμα: ο λαϊκισμός –και σ’ αυτό έχει δίκιο ο Κ. Δοξιάδης– δεν σημαίνει απλά και μόνο δημαγωγία, όπως πολλοί πιστεύουν.
Aν λοιπόν υιοθετήσουμε αυτή τη διευκρίνιση, στον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να καταλογιστεί κυρίως δημαγωγία (λαγοί με πετραχήλια). Με την υπενθύμιση όμως ότι ο λόγος του διακινούσε ορισμένα στοιχεία σαφώς λαϊκιστικά, όπως λ.χ. ο μανιχαϊσμός άσπρου-μαύρου, ο προσεταιρισμός οποιουδήποτε δήλωνε αγανακτισμένος χωρίς να εξετάζεται το γιατί αγανάκτησε, η μετάθεση ευθυνών και η αίσθηση ότι το πρόβλημα θα λυθεί εύκολα, αρκεί να το θελήσουμε. Οσο για τον εθνολαϊκισμό, ας μην ξεχνάμε τη ρήση του Αλέξη Τσίπρα ότι αυτοί που μας κυβερνούν δεν είναι επαρκώς Ελληνες. Την οποία οι «πιστοί» την έχουν διαγράψει από τη μνήμη τους.
Τι συμβαίνει όμως με τη λαϊκή κυριαρχία; Μήπως η κριτική του λαϊκισμού την υπονομεύει; Το θέμα έχει μεγάλη σημασία και πρέπει να το ψάξουμε. Νομίζω ότι οι νεοφιλελεύθεροι όντως υπονομεύουν τη λαϊκή κυριαρχία. Οχι όμως γιατί αμφισβητούν το δικαίωμα του λαού να εκλέγει την κυβέρνηση της αρεσκείας του, αλλά επειδή ισχυρίζονται ότι η πολιτική εξουσία δεν πρέπει να φυτρώνει εκεί που δεν τη σπέρνουν, δηλαδή στην οικονομία, όπου οι αποφάσεις παίρνονται από την ελεύθερη αγορά.
Κατά τα άλλα, εκλογές θα γίνονται κανονικά· ουδείς ονειρεύεται την κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας από δικτατορίες παλαιού τύπου. Και κάτι άλλο: το ευαγγέλιο της επιχειρηματικότητας δεν συνιστά λαϊκισμό, όπως υπαινίσσεται ο Κ. Δοξιάδης, διότι δεν επικαλείται το χάσμα ανάμεσα στους ισχυρούς και τους ανίσχυρους, αλλά την ανθρώπινη «φύση», δηλαδή την υποτιθέμενη επιθυμία του ατόμου να επικρατήσει σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.
Επιστρέφοντας στο θέμα μας, ποια η σχέση της λαϊκής κυριαρχίας που όλοι θέλουμε με τον λαϊκισμό που καταδικάζουμε; Σε τι και πώς διαφέρουν; Στις δημοκρατικές κοινωνίες ο λαός έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να διαλέγει ελεύθερα εκείνους που θα κυβερνήσουν. Αυτό ως γενική αρχή δεν σηκώνει σκόντο. Οι λαϊκιστές όμως λένε κάτι επιπλέον: ότι ο λαός έχει πάντα δίκιο.
Ετυμολογικά οι δύο λέξεις συγγενεύουν. Το να περνάμε όμως από τη μία στην άλλη συνιστά «μετάβασιν εις άλλον γένος», όπως έλεγε ο Αριστοτέλης. Διότι το δικαίωμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με την υποχρέωση, αποκτά νόημα και ισχύ μόνο μέσα σε μια νεωτερική κοινωνία πολιτών με θεσμούς δημοκρατικά κατεστημένους που ορίζουν το σύννομο και το παράνομο, πάνω στη βάση δεσμευτικών και γενικά αποδεκτών κανόνων.
Η γενεαλογία της έννοιας του απλού και άδολου λαού μάς γυρίζει πολύ πίσω. Και δεν αναφέρομαι στον εξωτισμό που συνέπεσε με την έλευση της νεωτερικής ορθολογικότητας. Μας γυρίζει στη Γένεση, το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, και το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο ταυτίζεται με την απόκτηση της γνώσης.
Μπορεί να πέρασαν αιώνες, αλλά ακόμα και σήμερα πάρα πολλοί αποδέχονται, ίσως ανεπίγνωστα, ότι την πραγματική και αφτιασίδωτη αλήθεια θα την ακούσουμε μόνο από το στόμα εκείνων που τους παρέκαμψε η πρόοδος και κυρίως δεν τους «χάλασε» το σχολείο, πόσο μάλλον οι εισαγόμενες θεωρίες. Οχι μόνο από τρελό κι από παιδί αλλά κι από αγράμματο μαθαίνεις την αλήθεια. Αυτή η λατρεία της ανεπεξέργαστης λαϊκής σοφίας σηκώνει πολλή συζήτηση. Αρκούμαι λοιπόν σε ένα σχόλιο: τις αρετές του απλού λαού μπορούν να τις ανακαλύψουν και να τις εκτιμήσουν μόνο οι μορφωμένοι, οι οποίοι χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους και ταυτόχρονα τις καταγγέλλουν, χωρίς όμως να τις απεκδύονται.
Φυσικά στις μέρες μας ο λαϊκισμός είναι ένα πολυπλόκαμο πολιτικό φαινόμενο άκρως επικίνδυνο, αλλά την εν λόγω διάσταση την αφήνω σε όσους ξέρουν πολύ περισσότερα από εμένα για το θέμα. Ενα μόνο έχω να πω: ότι ο λαϊκισμός, αυτή η σύγχρονη πολιτική ιδεολογία, έχει βαθύτατες θεολογικές ρίζες. Δηλαδή την ιδέα ότι η πτώση αρχίζει με τη γνώση και ότι δεν θα μας σώσει ο σκεπτόμενος αλλά ο αγνός και άδολος άνθρωπος του λαού, ο οποίος έχει πάντα δίκιο.