Η έννοια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και η ελληνική εξωτερική πολιτική
Χρήστος Ροζάκης, www.protagon.gr, Δημοσιευμένο: 2011-10-10
Θα ξεκινήσω την αναλυση μου με μια σύντομη ιστορική αναδρομή, η οποία, πιστεύω, ότι βοηθάει στην καλύτερη κατανόηση των λόγων που οδήγησαν τη διεθνή κοινότητα στην σχετικά πρόσφατη καθιέρωση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Σε ένα γενικότερο επίπεδο, το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδοτεί την εγκατάλειψη της κυρίαρχης προπολεμικής –και διαχρονικά κραταιής- αντίληψης ότι η βασική χρήση των θαλασσών συμπίπτει με τη ναυσιπλοΐα, και δευτερευόντως με την αλιεία. Μια τέτοια αντίληψη είχε δώσει προτεραιότητα στην αρχή της ελευθερίας των θαλασσών, περιορίζοντας τα παράκτια κράτη σε περιορισμένες ζώνες αιγιαλίτιδας, μέσα στις οποίες και ασκούσαν κυριαρχία, σχεδόν ισοδύναμη με αυτήν του χερσαίου εδάφους, κι εξυπηρετούσαν, έτσι, βασικά μελήματά τους, κυρίως αυτό της ασφάλειας. Η διαπίστωση, όμως, μέσα από τις επιστημονικές εξελίξεις, ότι η θάλασσα κρύβει πλουτοπαραγωγικούς πόρους στο βυθό και το υπέδαφός της, σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές προόδους που κατέστησαν δυνατή την εκμετάλλευσή τους, οδήγησαν, βαθμιαία σε μια αναθεωρηση αυτής την σχετικά μοναδικής προτεραιότητας, και στη δημιουργία νέων νομικών καθεστώτων στο Δίκαιο της θάλασσας. Καθεστώτα, τα οποία διευρύνουν τη δικαιοδοσία των κρατών στη θάλασσα, πέρα από την αιγιαλίτιδα, παρέχοντας δυνατότητες στα κράτη, κι αργότερα στην ίδια τη διεθνή κοινότητα να νομιμοποιήσει την αποκλειστική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους του –όπως και σε άλλες θαλάσσιες περιοχές-, αλλά και τα οποία επιχειρούν να συμβιβάσουν τη διατήρηση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας με τα νέα δικαιώματα χρήσης των θαλασσών. Η πρώτη ζώνη που διαμορφώνεται με αυτές τις νέες αντιλήψεις είναι, βέβαια, η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα.
Στο ειδικότερο επίπεδο, τώρα, της ανάλυσής μας για την ΑΟΖ, η αυτή ζώνη έλκει την καταγωγή της σε έμπνευση λατινοαμερικανικών κρατών. Η συστηματική, οργανωμένη βιομηχανικά αλιεία των ΗΠΑ σε περιοχές του Ειρηνικού Ωκεανού, εκτός της αιγιαλίτιδας ζώνης των προσκείμενων κρατών της Νότιας Αμερικής, είχε αποστερήσει τα παράκτια κράτη από πολύτιμα αλιευτικά αποθέματα, αλλά είχε οδηγήσει και σε αλλοιώσεις του οικοσυστήματος της περιοχής, με σύνθετες –ακόμα και οικονομικές επιπτώσεις- για τα παράκτια κράτη. Η διαπίστωση αυτών των επιπτώσεων συνάσπισε τα κράτη αυτά, και τα οδήγησε σε μία κοινή στάση και στην πρόταση για μια νέα θαλάσσια ζώνη δικαιοδοσίας σε μια μεγάλη έκταση από τις ακτές, που απέδιδε αποκλειστικά δικαιώματα αλιείας στα παράκτια αυτά κράτη. Σύντομα την πρωτοβουλία τους ενστερνίστηκαν και κράτη εκτός της Λατινικής Αμερικής, με αποτέλεσμα η Τρίτη Συνδιάσκεψη για το δίκαιο της θάλασσας, που οδήγησε στη νέα Σύμβαση του 1982, να βρει ώριμη τη διεθνή κοινότητα για μια πρόβλεψη μιας νέας θαλάσσιας ζώνης, αυτήν που η Σύμβαση καθιέρωσε ως ΑΟΖ.
Η Σύμβαση του 1982 αφιερώνει ένα τμήμα της (το Τμήμα V) στην ΑΟΖ. Σε αυτό καθορίζεται η νομική φυσιογνωμία της ζώνης, οι λειτουργίες της και τα όρια της δικαιοδοσίας των κρατών. Σύμφωνα με τα Άρθρα του Τμήματος V, η ΑΟΖ είναι μια θαλάσσια ζώνη πέρα, αλλά παρακείμενη, της αιγιαλίτιδας ζώνης, η οποία περιλαμβάνει το βυθό, το υπέδαφός του, τη θαλάσσια ‘κολώνα’, και την επιφάνεια της θάλασσας, ως μια απόσταση διακοσίων μιλίων από την ακτή –μειωμένη, όμως, ανάλογα με το εύρος της παρακείμενης αιγιαλίτιδας ζώνης. Σε αυτή τη ζώνη το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα με σκοπό την εξερεύνηση, την εκμετάλλευση, τη διατήρηση και τη διαχείριση των θαλασσίων πόρων, ζωντανών ή άλλων, της περιοχής, όπως, επίσης, και τις άλλες δραστηριότητες που αφορούν την οικονομική εξερεύνηση και εκμετάλλευση της ζώνης, όπως είναι η παραγωγή ενέργειας από το νερό, τα ρεύματα και τους ανέμους. Η δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους επεκτείνεται, επίσης, στη δυνατότητά του να κατασκευάζει και να χρησιμοποιεί τεχνητά νησιά, εγκαταστάσεις και κατασκευές (για την εξυπηρέτηση των χρήσεων της ζώνης), να κάνει επιστημονική έρευνα, και να προστατεύει και διατηρεί το θαλάσσιο περιβάλλον. Τα δικαιώματα αυτά είναι λειτουργικά, δεν συνιστούν εδαφική κυριαρχία, και πρέπει να ασκούνται με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη του τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των άλλων κρατών που κάνουν χρήση της θαλάσσιας περιοχής. Ιδιαίτερα, βέβαια, όταν ασκούν το δικαίωμά τους της ελεύθερης ναυσιπλοΐας. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι για τα δικαιώματα που δεν προκύπτουν ρητά ότι ανήκουν στο καθεστώς της ΑΟΖ, η θαλάσσια περιοχή της διέπεται από το καθεστώς της ελευθερίας των θαλασσών.
Η προσθήκη της νέας ζώνης στη δικαιοδοσία των κρατών στις θάλασσες, πέρα από την αιγιαλίτιδα, παρέχει μια προστιθέμενη αξία στην ήδη υπάρχουσα δυνατότητα του παράκτιου κράτους να εκμεταλλεύεται το θαλάσσια πλούτο των βυθών και του υπεδάφους του, μέσα από το θεσμό της υφαλοκρηπίδας, με την προσθήκη της θαλάσσιας κολώνας και της επιφάνειας της θάλασσας. Οι νέες, κατά συνέπεια, χρήσεις της αφορούν κυρίως την αλιεία, και την εκμετάλλευση της φυσικής, ήπιας ενέργειας που προκύπτει από την κίνηση του νερού και των ανέμων. Όσον αφορά τώρα το βυθό και το υπέδαφος, αυτή η περιοχή εξακολουθεί να διέπεται από τις νομικές ρυθμίσεις της υφαλοκρηπίδας –κάτι που ρητά προσδιορίζεται από την παράγραφο 3 του Άρθρου 56 της Σύμβασης. Ο θεσμός, κατά συνέπεια, της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, όχι μόνο δεν απορροφάται από την ΑΟΖ, αλλά παραμένει ζωντανός, και καθορίζει, με τις νομικές ρυθμίσεις του, τον τρόπο χρήσης των βυθών από τα παράκτια κράτη.
Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην παρακείμενη ΑΟΖ υπόκεινται στους γενικότερος περιορισμούς που προκύπτουν από τον ‘κοινωνικό’ χαρακτήρα που διέπει συνολικά τη Σύμβαση του 1982. Πράγματι, για πρώτη φορά στην ιστορία του Δικαίου της Θάλασσας, η διεθνής κοινότητα αποδίδει τόση σημασία στα δικαιώματα τρίτων κρατών, αλλά και στα δικαιώματα της ίδιας της κοινότητας απέναντι στα δικαιώματα των παράκτιων κρατών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι βέβαια η υιοθεσία του νέου καθεστώτος της ‘κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας’, των βυθών πέρα από τις εθνικές δικαιοδοσίες, όπου η ίδια η διεθνής κοινότητα απολαμβάνει, σύμφωνα με τη Σύμβαση, των καρπών τους, με ένα πνεύμα διανεμητικής δικαιοσύνης εις όφελος των οικονομικά ασθενέστερων μελών της. Στο ίδιο πνεύμα, η Σύμβαση προβλέπει ότι στην ΑΟΖ ενός κράτους τα κράτη τα γειτονικά προς αυτό έχουν το δικαίωμα της συμμετοχής στους ζωντανούς πόρους της θαλάσσιας αυτής περιοχής, εφόσον χαρακτηρίζονται ως ‘γεωγραφικά μειονεκτούντα κράτη’. Το Άρθρο 70 της Σύμβασης προσδιορίζει την έννοια του ‘γεωγραφικά μειονεκτούντος κράτους’, όπως και τους όρους της άσκησης των δικαιωμάτων του στην ΑΟΖ.
Έρχομαι τώρα στο θέμα της καθιέρωσης της ΑΟΖ από ένα παράκτιο κράτος. Σε αντίθεση με την υφαλοκρηπίδα, η οποία υφίσταται ως ‘φυσικό δικαίωμα’, ανεξάρτητα από την έκφραση βούλησης του παράκτιου κράτους, στην περίπτωση της ΑΟΖ το κράτος πρέπει να εκδηλώσει τη διάθεσή του να αποκτήσει τη ζώνη, μέσα από μια διακήρυξή του. Από τη στιγμή αυτή που το κράτος εκφράζει αυτή τη βούληση αποκτά όλα τα δικαιώματα που το Διεθνές Δίκαιο του απονέμει σε μια περιοχή που εκτείνεται ως τα διακόσια μίλια από την ακτή. Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι το εύρος της θαλάσσης του στην περιοχή παρέχει μια τέτοια δυνατότητα.
Στην περίπτωση, όμως, που υπάρχει γεωγραφική στενότητα, και υπάρχουν ‘αντικείμενα’ κράτη σε απόσταση μικρότερη από τα τετρακόσια μίλια (200+200), τότε θα πρέπει να υπάρξει, σύμφωνα με τη Σύμβαση, οριοθέτηση της ΑΟΖ. Το Άρθρο 74 της Σύμβασης του ’82 ορίζει ότι ‘[η] οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης ανάμεσα σε κράτη με αντικείμενες ή γειτονικές ακτές θα πραγματοποιείται με συμφωνία στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, με σκοπό την επίτευξη μιας ευθύδικης λύσης’. Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου ‘αν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί συμφωνία μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, τα ενδιαφερόμενα κράτη θα προσφεύγουν στις διαδικασίες που προβλέπει το Τμήμα XV (της Σύμβασης)’. Εξυπακούεται ότι οι διαδικασίες αυτές, που αφορούν γενικότερα κράτη που διαφωνούν σε σχέση με την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης, υποχρεωτικά ακολουθούνται στις περιπτώσεις που και τα δύο μέρη που επιδιώκουν οριοθέτηση είναι μέρη της Σύμβασης. Στην περίπτωση που δύο κράτη δεν είναι μέρη της Σύμβασης, και στην περίπτωση που το ένα από αυτά δεν την έχει επικυρώσει τότε, φυσικά, η υποχρέωση της παραγράφου 2 αίρεται. Παραμένει, όμως, η μέθοδος οριοθέτησης που προβλέπει το Άρθρο 74, παρ. 1, ως υποχρέωση για κάθε κράτος, ανεξαρτήτως συμμετοχής του στη Σύμβαση, γιατί η διάταξη αυτή έχει μέσα από μακρά πρακτική οριοθετήσεων, αποκτήσει εθιμικό χαρακτήρα, και δεσμεύει ως έθιμο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι βασικές, ουσιαστικές διατάξεις της Σύμβασης για την ΑΟΖ, όπως και ο ίδιος ο θεσμός της ΑΟΖ, έχουν αποκτήσει εθιμικό χαρακτήρα, και κάθε κράτος μπορεί να τις επικαλεστεί προκειμένου να καθιερώσει ΑΟΖ, και να ασκήσει τα δικαιώματα που προβλέπονται μέσα σε αυτήν.
Έρχομαι, τώρα, στο δεύτερο μέρος της αναλυσης μου που αφορά την ελληνική περίπτωση. Το τελευταίο διάστημα έχει αναπτυχθεί μια συζήτηση, που έχει ξεφύγει από τις στενές επιστημονικές ανταλλαγές, και έχει πάρει ευρύτερες διαστάσεις δημοσιότητας. Αυτό θα πρέπει να οφείλεται και στο γεγονός ότι υπάρχουν πληροφορίες τις οποίες δεν μπορώ προσωπικά να διαψεύσω ή να επιβεβαιώσω ότι η Τουρκία αντιτίθεται στην καθιέρωση ΑΟΖ στο Αιγαίο Πέλαγος, ενώ είναι διατεθειμένη να ζητήσει την καθιέρωση ΑΟΖ στην περιοχή της Ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου.
Αν είναι έτσι τα πράγματα, η διάκριση που πραγματοποιεί η Τουρκία είναι τεχνητή. Γιατί βασίζεται σε μια γεωγραφική διαφοροποίηση η οποία και αδόκιμη είναι, και μας απομακρύνει από την συνολική λύση, η οποία συνήθως συνοδεύει μια απόφαση δύο χωρών να οριοθετήσουν τις θαλάσσιες ζώνες τους. Αδόκιμη είναι γιατί θεωρεί ότι η Ανατολική Μεσόγειος δεν περιλαμβάνει το Αιγαίο και κατά συνέπεια πρόκειται για δύο θάλασσες που δικαιολογούν χωριστές οριοθετήσεις. Η επιστήμη, όμως, δεν συμφωνεί πάντοτε μαζί τους, καθώς υπάρχουν πολλοί έγκριτοι γεωγράφοι και (γεω)φυσικοί, οι οποίοι θεωρούν ότι η Ανατολική Μεσόγειος –σε σχέση με τη Δυτική- προσδιορίζεται δυτικά από μια νοητή γραμμή που ξεκινά από τα ιταλικά παράλια και καταλήγει στη Λιβύη, εγκλωβίζοντας μέσα σε αυτή τόσο την Αδριατική, όσο και το Αιγαίο.
Αλλά και στην περίπτωση που δεν δεχτούμε αυτή τη σχολή, και θεωρήσουμε ότι η Ανατολική Μεσόγειος εκκινεί από μια νοητή γραμμή ανατολικά των Δωδεκανήσων και της Κρήτης, και πάλι το ερώτημα παραμένει σε τι εξυπηρετεί αυτή η γεωγραφική διάκριση στην περίπτωση που αποφασίζεται η οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα σε δύο κράτη τα οποία επιδιώκουν να οριστικοποιήσουν επιλύσεις που αφορούν τις θαλάσσιες ζώνες τους σε μια περιοχή υδάτινης συνέχειας, που δεν διακόπτεται από οποιοδήποτε φυσικό εμπόδιο.
Νομίζω ότι η διάκριση που επιδιώκει η Τουρκία –αν πράγματι οι πληροφορίες μας είναι σωστές- θα πρέπει να οφείλεται στην αδιαθεσία της να αποδεχτεί ότι η Ελλάδα θα αποκτήσει, μέσω της ΑΟΖ, κυριαρχικά δικαιώματα σε μεγάλα θαλάσσια τμήματα του Αιγαίου, που θα περιλαμβάνουν την κολώνα του νερού, και την επιφάνεια, κάτι που επαναφέρει, κατά την Τουρκία, στο προσκήνιο τη λογική της ‘ελληνικής λίμνης’, που θέλει με κάθε τρόπο να ματαιώσει. Καθώς αυτή η λογική περιορίζει την Τουρκία στις δυνατότητες που διαφορετικά προσφέρει η ελευθερία των θαλασσών, και μειώνει την ικανότητά της να ‘συμμερίζεται’ μαζί με την Ελλάδα τη χρήση του Αιγαίου. Ειδικότερα, μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη μας ότι σε περίπτωση καθιέρωσης ελληνικής ΑΟΖ, η χώρα αποκτά δικαιώματα στην επιφάνεια της θάλασσας –τεχνητές νησίδες, εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης ήπιας ενέργειας- που μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ελευθερία των θαλασσών. Αντίθετα γι’ αυτό που η Τουρκία ονομάζει Ανατολική Λεκάνη της Μεσογείου, οι ευνοϊκότερες οριοθετικές συνθήκες για την Τουρκία, της παρέχουν την πολυτέλεια να αποδεχτεί την ύπαρξη ελληνικής ΑΟΖ, και να μη μας φέρει αντιρρήσεις στην καθιέρωσή της –αν και βέβαια ακούγεται ότι εκεί η Τουρκία πιστεύει η Ελλάδα δεν έχει μεγάλα περιθώρια διεκδίκησης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ύπαρξη του Καστελορίζου, αλλά και της Ρόδου, της Καρπάθου και της Κρήτης προσφέρουν τις γραμμές βάσης οι οποίες προσδιορίζουν τις σχετικές ζώνες, και οι οποίες ‘νομιμοποιούν’ την ύπαρξή τους. Διαφορετικό είναι το ζήτημα της ‘επήρειάς’ τους, δηλαδή της έκτασης των ζωνών που δικαιούνται, ως νησιά και όχι ως ηπειρωτικά εδάφη, στη συνολικότερη κατανομή της υφαλοκρηπίδας και την ΑΟΖ. Ο ρόλος τους εκεί μπορεί να είναι διαφορετικός από αυτόν των ηπειρωτικών ακτών, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αυτή η γενικά αποδεκτή διαφορά τα στερεί παντελώς από τη απόλαυση θαλασσίων ζωνών. Ειδικότερα, μάλιστα, για το Αιγαίο Πέλαγος, όπου η αλυσίδα των ελληνικών νησιών συνεχίζεται με τα ηπειρωτικά εδάφη του, η έκταση των δικαιωμάτων τους –ως ένα ενιαίο όλο- αναμφίβολα κλίνει την πλάστιγγα προς την ελληνική πλευρά, σε σχέση με τα δικαιώματα που αντλούνται από τις (κυρίως) ηπειρωτικές ακτές της Τουρκίας στην ίδια περιοχή. Όσον αφορά, τώρα, την περιοχή του Καστελόριζου, επαναλαμβάνω, στις ακτές του θα πρέπει να προστεθούν και οι ανατολικές ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, και θα έλεγα και της Κρήτης, των οποίων προβολή προς ανατολάς θα είναι το τμήμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ που αναλογεί στην Ελλάδα στην εν λόγω περιοχή. Βέβαια, σε μια ενδεχόμενη οριοθέτηση αυτές οι ακτές θα προσμετρηθούν, αλλά και θα αναμετρηθούν με τις τουρκικές ηπειρωτικές ακτές, βασικό κριτήριο οριοθέτησης, ανάμεσα σε άλλα, και θα ήταν επιπόλαιο να επιχειρήσω σήμερα μια απάντηση αναφορικά με την έκταση των ελληνικών δικαιωμάτων στην περιοχή, καθώς αυτή θα προσδιοριστεί από μια σειρά δυσχερώς σταθμητών παραγόντων, που θα κριθούν στις διμερείς διαπραγματεύσεις, ή, σε περίπτωση διαπραγματευτικού αδιεξόδου, από ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.
Η τουρκική άποψη ότι το Καστελόριζο δεν δικαιούται ούτε υφαλοκρηπίδα, ούτε ΑΟΖ, εκτός του ότι απομονώνει το Καστελόριζο από τα υπόλοιπα ελληνικά γειτονικά νησιά, των οποίων οι ακτές συνιστούν γραμμές βάσης, αγνοώντας τη σωρευτική επίδρασή τους στη διαμόρφωση μιας οριοθετικής γραμμής ανάμεσα στις χώρες στην Ανατολική Λεκάνη, στηρίζεται, κατά τα φαινόμενα σε μια εσφαλμένη ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Θα πρέπει να προέρχεται από μια ατυχή μεταγωγή των διδαγμάτων τηε διαιτητικής απόφασης των Νησιών της Μάγχης (Ηνωμένο Βασίλειο-Γαλλία, 1971), τα οποία αφορούσαν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία. Στην υπόθεση εκείνη τα βρετανικά νησιά της Μάγχης, που βρίσκονται πλησιέστατα στις γαλλικές ηπειρωτικές ακτές δεν μετέβαλαν, με την παρουσία τους, την εφαρμογή της μέσης γραμμής/ γραμμής ίσης απόστασης, που καθορίζεται από τις ηπειρωτικές ακτές των δύο κρατών. Στα νησιά αυτά, που κατά το διαιτητικό δικαστήριο, βρίσκονται στη ‘λάθος πλευρά’, δόθηκε απλά μια ζώνη 12 μιλίων από τις ακτές τους, για όλες τις χρήσεις.
Η περίπτωση, όμως, του Καστελόριζου είναι διαφορετική. Σε αντίθεση με τα νησιά της Μάγχης, το Καστελόριζο δεν βρίσκεται στη «λάθος πλευρά», αφού στην περιοχή δεν υπάρχει απέναντι από τις τουρκικές ακτές, ελληνικό έδαφος που θα δικαιολογούσε μια χάραξη μέσης γραμμής ανάμεσα στις ηπειρωτικές ακτές, και θα έθετε το δίλημμα για τη θέση αυτών των νησιών στην οριοθέτηση. Το Καστελόριζο είναι το μόνο ελληνικό έδαφος απέναντι από τις τουρκικές ακτές, και η μόνη ομοιότητά του με τα βρετανικά νησιά είναι ότι βρίσκεται κοντά στο τουρκικό ηπειρωτικό έδαφος. Αλλά αυτό το δεδομένο δεν το στερεί από το δικαίωμα να απολαμβάνει τις θαλάσσιες ζώνες που δικαιούνται τα νησιά από το Διεθνές Δίκαιο. Κατά συνέπεια στην οριοθετική διαδικασία θα πρέπει να υπολογιστεί. Ποιο είναι, τώρα, το μερίδιό του στην κατανομή των ζωνών είναι άλλο θέμα, που συνδέεται με την επήρεια που το Καστελόριζο έχει στην απόδοση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, η υπάρχουσα διεθνής νομολογία δεν μας βοηθάει ιδιαίτερα στο να δώσουμε μια σαφή απάντηση της έκτασης των δικαιωμάτων του Καστελόριζου σε μια οριοθετική διαδικασία. Γιατί ούτε η υπόθεση Λιβύης-Τυνησίας (υπόθεση του Διεθνούς Δικαστηρίου), ούτε η πιο πρόσφατη υπόθεση Ρουμανίας-Ουκρανίας (πάλι απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου), είναι ιδιαίτερα επιβοηθητικές, γιατί οι πραγματικές συνθήκες διαφέρουν και στις δύο σημαντικά, σε σχέση με τις πραγματικές συνθήκες στην περιοχή του Καστελόριζου. Στην μεν πρώτη περίπτωση τα ‘επίμαχα’ νησιά βρίσκονται πολύ κοντά στις ακτές του ιδίου κράτους στο οποίο ανήκουν (Τυνησία), ενώ στη δεύτερη το νησί των Όφεων δεν έχει δική του οικονομική ζώνη.
Θα τελειώσω με το ερώτημα: είναι σημαντικό για την Ελλάδα να θεσπίσει ΑΟΖ; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Αν το ενδιαφέρον της Ελλάδας εστιάζεται στην εξερεύνηση και την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους των παρακείμενων θαλασσών, τότε ο θεσμός της υφαλοκρηπίδας εξυπηρετεί αποτελεσματικά τον στόχο αυτό. Αν επιδιώκει, ως προστιθέμενη αξία, όπως έχω ήδη τονίσει, να αποκτήσει και αποκλειστικά δικαιώματα αλιείας, και εκμετάλλευσης των ήπιων μορφών ενέργειας που προσφέρουν τα κύματα και οι άνεμοι της θάλασσας, τότε η ΑΟΖ καθίσταται απαραίτητη. Ειδικότερα, όμως, για το Αιγαίο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι και η Τουρκία έχει σχετικά δικαιώματα, κι ότι θα πρέπει να υπάρξει οριοθέτηση των δύο ΑΟΖ με συμφωνία, ή, σε κάθε περίπτωση, με την παρέμβαση τρίτου δικαιοδοτικού οργάνου. Είναι πολιτική απόφαση αυτή, και εναπόκειται στην πολιτική ηγεσία να προσμετρήσει τα θετικά και τα αρνητικά μιας τέτοιας πρωτοβουλίας.
Στο ειδικότερο επίπεδο, τώρα, της ανάλυσής μας για την ΑΟΖ, η αυτή ζώνη έλκει την καταγωγή της σε έμπνευση λατινοαμερικανικών κρατών. Η συστηματική, οργανωμένη βιομηχανικά αλιεία των ΗΠΑ σε περιοχές του Ειρηνικού Ωκεανού, εκτός της αιγιαλίτιδας ζώνης των προσκείμενων κρατών της Νότιας Αμερικής, είχε αποστερήσει τα παράκτια κράτη από πολύτιμα αλιευτικά αποθέματα, αλλά είχε οδηγήσει και σε αλλοιώσεις του οικοσυστήματος της περιοχής, με σύνθετες –ακόμα και οικονομικές επιπτώσεις- για τα παράκτια κράτη. Η διαπίστωση αυτών των επιπτώσεων συνάσπισε τα κράτη αυτά, και τα οδήγησε σε μία κοινή στάση και στην πρόταση για μια νέα θαλάσσια ζώνη δικαιοδοσίας σε μια μεγάλη έκταση από τις ακτές, που απέδιδε αποκλειστικά δικαιώματα αλιείας στα παράκτια αυτά κράτη. Σύντομα την πρωτοβουλία τους ενστερνίστηκαν και κράτη εκτός της Λατινικής Αμερικής, με αποτέλεσμα η Τρίτη Συνδιάσκεψη για το δίκαιο της θάλασσας, που οδήγησε στη νέα Σύμβαση του 1982, να βρει ώριμη τη διεθνή κοινότητα για μια πρόβλεψη μιας νέας θαλάσσιας ζώνης, αυτήν που η Σύμβαση καθιέρωσε ως ΑΟΖ.
Η Σύμβαση του 1982 αφιερώνει ένα τμήμα της (το Τμήμα V) στην ΑΟΖ. Σε αυτό καθορίζεται η νομική φυσιογνωμία της ζώνης, οι λειτουργίες της και τα όρια της δικαιοδοσίας των κρατών. Σύμφωνα με τα Άρθρα του Τμήματος V, η ΑΟΖ είναι μια θαλάσσια ζώνη πέρα, αλλά παρακείμενη, της αιγιαλίτιδας ζώνης, η οποία περιλαμβάνει το βυθό, το υπέδαφός του, τη θαλάσσια ‘κολώνα’, και την επιφάνεια της θάλασσας, ως μια απόσταση διακοσίων μιλίων από την ακτή –μειωμένη, όμως, ανάλογα με το εύρος της παρακείμενης αιγιαλίτιδας ζώνης. Σε αυτή τη ζώνη το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα με σκοπό την εξερεύνηση, την εκμετάλλευση, τη διατήρηση και τη διαχείριση των θαλασσίων πόρων, ζωντανών ή άλλων, της περιοχής, όπως, επίσης, και τις άλλες δραστηριότητες που αφορούν την οικονομική εξερεύνηση και εκμετάλλευση της ζώνης, όπως είναι η παραγωγή ενέργειας από το νερό, τα ρεύματα και τους ανέμους. Η δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους επεκτείνεται, επίσης, στη δυνατότητά του να κατασκευάζει και να χρησιμοποιεί τεχνητά νησιά, εγκαταστάσεις και κατασκευές (για την εξυπηρέτηση των χρήσεων της ζώνης), να κάνει επιστημονική έρευνα, και να προστατεύει και διατηρεί το θαλάσσιο περιβάλλον. Τα δικαιώματα αυτά είναι λειτουργικά, δεν συνιστούν εδαφική κυριαρχία, και πρέπει να ασκούνται με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη του τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των άλλων κρατών που κάνουν χρήση της θαλάσσιας περιοχής. Ιδιαίτερα, βέβαια, όταν ασκούν το δικαίωμά τους της ελεύθερης ναυσιπλοΐας. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι για τα δικαιώματα που δεν προκύπτουν ρητά ότι ανήκουν στο καθεστώς της ΑΟΖ, η θαλάσσια περιοχή της διέπεται από το καθεστώς της ελευθερίας των θαλασσών.
Η προσθήκη της νέας ζώνης στη δικαιοδοσία των κρατών στις θάλασσες, πέρα από την αιγιαλίτιδα, παρέχει μια προστιθέμενη αξία στην ήδη υπάρχουσα δυνατότητα του παράκτιου κράτους να εκμεταλλεύεται το θαλάσσια πλούτο των βυθών και του υπεδάφους του, μέσα από το θεσμό της υφαλοκρηπίδας, με την προσθήκη της θαλάσσιας κολώνας και της επιφάνειας της θάλασσας. Οι νέες, κατά συνέπεια, χρήσεις της αφορούν κυρίως την αλιεία, και την εκμετάλλευση της φυσικής, ήπιας ενέργειας που προκύπτει από την κίνηση του νερού και των ανέμων. Όσον αφορά τώρα το βυθό και το υπέδαφος, αυτή η περιοχή εξακολουθεί να διέπεται από τις νομικές ρυθμίσεις της υφαλοκρηπίδας –κάτι που ρητά προσδιορίζεται από την παράγραφο 3 του Άρθρου 56 της Σύμβασης. Ο θεσμός, κατά συνέπεια, της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, όχι μόνο δεν απορροφάται από την ΑΟΖ, αλλά παραμένει ζωντανός, και καθορίζει, με τις νομικές ρυθμίσεις του, τον τρόπο χρήσης των βυθών από τα παράκτια κράτη.
Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην παρακείμενη ΑΟΖ υπόκεινται στους γενικότερος περιορισμούς που προκύπτουν από τον ‘κοινωνικό’ χαρακτήρα που διέπει συνολικά τη Σύμβαση του 1982. Πράγματι, για πρώτη φορά στην ιστορία του Δικαίου της Θάλασσας, η διεθνής κοινότητα αποδίδει τόση σημασία στα δικαιώματα τρίτων κρατών, αλλά και στα δικαιώματα της ίδιας της κοινότητας απέναντι στα δικαιώματα των παράκτιων κρατών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι βέβαια η υιοθεσία του νέου καθεστώτος της ‘κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας’, των βυθών πέρα από τις εθνικές δικαιοδοσίες, όπου η ίδια η διεθνής κοινότητα απολαμβάνει, σύμφωνα με τη Σύμβαση, των καρπών τους, με ένα πνεύμα διανεμητικής δικαιοσύνης εις όφελος των οικονομικά ασθενέστερων μελών της. Στο ίδιο πνεύμα, η Σύμβαση προβλέπει ότι στην ΑΟΖ ενός κράτους τα κράτη τα γειτονικά προς αυτό έχουν το δικαίωμα της συμμετοχής στους ζωντανούς πόρους της θαλάσσιας αυτής περιοχής, εφόσον χαρακτηρίζονται ως ‘γεωγραφικά μειονεκτούντα κράτη’. Το Άρθρο 70 της Σύμβασης προσδιορίζει την έννοια του ‘γεωγραφικά μειονεκτούντος κράτους’, όπως και τους όρους της άσκησης των δικαιωμάτων του στην ΑΟΖ.
Έρχομαι τώρα στο θέμα της καθιέρωσης της ΑΟΖ από ένα παράκτιο κράτος. Σε αντίθεση με την υφαλοκρηπίδα, η οποία υφίσταται ως ‘φυσικό δικαίωμα’, ανεξάρτητα από την έκφραση βούλησης του παράκτιου κράτους, στην περίπτωση της ΑΟΖ το κράτος πρέπει να εκδηλώσει τη διάθεσή του να αποκτήσει τη ζώνη, μέσα από μια διακήρυξή του. Από τη στιγμή αυτή που το κράτος εκφράζει αυτή τη βούληση αποκτά όλα τα δικαιώματα που το Διεθνές Δίκαιο του απονέμει σε μια περιοχή που εκτείνεται ως τα διακόσια μίλια από την ακτή. Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι το εύρος της θαλάσσης του στην περιοχή παρέχει μια τέτοια δυνατότητα.
Στην περίπτωση, όμως, που υπάρχει γεωγραφική στενότητα, και υπάρχουν ‘αντικείμενα’ κράτη σε απόσταση μικρότερη από τα τετρακόσια μίλια (200+200), τότε θα πρέπει να υπάρξει, σύμφωνα με τη Σύμβαση, οριοθέτηση της ΑΟΖ. Το Άρθρο 74 της Σύμβασης του ’82 ορίζει ότι ‘[η] οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης ανάμεσα σε κράτη με αντικείμενες ή γειτονικές ακτές θα πραγματοποιείται με συμφωνία στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, με σκοπό την επίτευξη μιας ευθύδικης λύσης’. Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου ‘αν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί συμφωνία μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, τα ενδιαφερόμενα κράτη θα προσφεύγουν στις διαδικασίες που προβλέπει το Τμήμα XV (της Σύμβασης)’. Εξυπακούεται ότι οι διαδικασίες αυτές, που αφορούν γενικότερα κράτη που διαφωνούν σε σχέση με την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης, υποχρεωτικά ακολουθούνται στις περιπτώσεις που και τα δύο μέρη που επιδιώκουν οριοθέτηση είναι μέρη της Σύμβασης. Στην περίπτωση που δύο κράτη δεν είναι μέρη της Σύμβασης, και στην περίπτωση που το ένα από αυτά δεν την έχει επικυρώσει τότε, φυσικά, η υποχρέωση της παραγράφου 2 αίρεται. Παραμένει, όμως, η μέθοδος οριοθέτησης που προβλέπει το Άρθρο 74, παρ. 1, ως υποχρέωση για κάθε κράτος, ανεξαρτήτως συμμετοχής του στη Σύμβαση, γιατί η διάταξη αυτή έχει μέσα από μακρά πρακτική οριοθετήσεων, αποκτήσει εθιμικό χαρακτήρα, και δεσμεύει ως έθιμο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι βασικές, ουσιαστικές διατάξεις της Σύμβασης για την ΑΟΖ, όπως και ο ίδιος ο θεσμός της ΑΟΖ, έχουν αποκτήσει εθιμικό χαρακτήρα, και κάθε κράτος μπορεί να τις επικαλεστεί προκειμένου να καθιερώσει ΑΟΖ, και να ασκήσει τα δικαιώματα που προβλέπονται μέσα σε αυτήν.
Έρχομαι, τώρα, στο δεύτερο μέρος της αναλυσης μου που αφορά την ελληνική περίπτωση. Το τελευταίο διάστημα έχει αναπτυχθεί μια συζήτηση, που έχει ξεφύγει από τις στενές επιστημονικές ανταλλαγές, και έχει πάρει ευρύτερες διαστάσεις δημοσιότητας. Αυτό θα πρέπει να οφείλεται και στο γεγονός ότι υπάρχουν πληροφορίες τις οποίες δεν μπορώ προσωπικά να διαψεύσω ή να επιβεβαιώσω ότι η Τουρκία αντιτίθεται στην καθιέρωση ΑΟΖ στο Αιγαίο Πέλαγος, ενώ είναι διατεθειμένη να ζητήσει την καθιέρωση ΑΟΖ στην περιοχή της Ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου.
Αν είναι έτσι τα πράγματα, η διάκριση που πραγματοποιεί η Τουρκία είναι τεχνητή. Γιατί βασίζεται σε μια γεωγραφική διαφοροποίηση η οποία και αδόκιμη είναι, και μας απομακρύνει από την συνολική λύση, η οποία συνήθως συνοδεύει μια απόφαση δύο χωρών να οριοθετήσουν τις θαλάσσιες ζώνες τους. Αδόκιμη είναι γιατί θεωρεί ότι η Ανατολική Μεσόγειος δεν περιλαμβάνει το Αιγαίο και κατά συνέπεια πρόκειται για δύο θάλασσες που δικαιολογούν χωριστές οριοθετήσεις. Η επιστήμη, όμως, δεν συμφωνεί πάντοτε μαζί τους, καθώς υπάρχουν πολλοί έγκριτοι γεωγράφοι και (γεω)φυσικοί, οι οποίοι θεωρούν ότι η Ανατολική Μεσόγειος –σε σχέση με τη Δυτική- προσδιορίζεται δυτικά από μια νοητή γραμμή που ξεκινά από τα ιταλικά παράλια και καταλήγει στη Λιβύη, εγκλωβίζοντας μέσα σε αυτή τόσο την Αδριατική, όσο και το Αιγαίο.
Αλλά και στην περίπτωση που δεν δεχτούμε αυτή τη σχολή, και θεωρήσουμε ότι η Ανατολική Μεσόγειος εκκινεί από μια νοητή γραμμή ανατολικά των Δωδεκανήσων και της Κρήτης, και πάλι το ερώτημα παραμένει σε τι εξυπηρετεί αυτή η γεωγραφική διάκριση στην περίπτωση που αποφασίζεται η οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα σε δύο κράτη τα οποία επιδιώκουν να οριστικοποιήσουν επιλύσεις που αφορούν τις θαλάσσιες ζώνες τους σε μια περιοχή υδάτινης συνέχειας, που δεν διακόπτεται από οποιοδήποτε φυσικό εμπόδιο.
Νομίζω ότι η διάκριση που επιδιώκει η Τουρκία –αν πράγματι οι πληροφορίες μας είναι σωστές- θα πρέπει να οφείλεται στην αδιαθεσία της να αποδεχτεί ότι η Ελλάδα θα αποκτήσει, μέσω της ΑΟΖ, κυριαρχικά δικαιώματα σε μεγάλα θαλάσσια τμήματα του Αιγαίου, που θα περιλαμβάνουν την κολώνα του νερού, και την επιφάνεια, κάτι που επαναφέρει, κατά την Τουρκία, στο προσκήνιο τη λογική της ‘ελληνικής λίμνης’, που θέλει με κάθε τρόπο να ματαιώσει. Καθώς αυτή η λογική περιορίζει την Τουρκία στις δυνατότητες που διαφορετικά προσφέρει η ελευθερία των θαλασσών, και μειώνει την ικανότητά της να ‘συμμερίζεται’ μαζί με την Ελλάδα τη χρήση του Αιγαίου. Ειδικότερα, μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη μας ότι σε περίπτωση καθιέρωσης ελληνικής ΑΟΖ, η χώρα αποκτά δικαιώματα στην επιφάνεια της θάλασσας –τεχνητές νησίδες, εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης ήπιας ενέργειας- που μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ελευθερία των θαλασσών. Αντίθετα γι’ αυτό που η Τουρκία ονομάζει Ανατολική Λεκάνη της Μεσογείου, οι ευνοϊκότερες οριοθετικές συνθήκες για την Τουρκία, της παρέχουν την πολυτέλεια να αποδεχτεί την ύπαρξη ελληνικής ΑΟΖ, και να μη μας φέρει αντιρρήσεις στην καθιέρωσή της –αν και βέβαια ακούγεται ότι εκεί η Τουρκία πιστεύει η Ελλάδα δεν έχει μεγάλα περιθώρια διεκδίκησης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ύπαρξη του Καστελορίζου, αλλά και της Ρόδου, της Καρπάθου και της Κρήτης προσφέρουν τις γραμμές βάσης οι οποίες προσδιορίζουν τις σχετικές ζώνες, και οι οποίες ‘νομιμοποιούν’ την ύπαρξή τους. Διαφορετικό είναι το ζήτημα της ‘επήρειάς’ τους, δηλαδή της έκτασης των ζωνών που δικαιούνται, ως νησιά και όχι ως ηπειρωτικά εδάφη, στη συνολικότερη κατανομή της υφαλοκρηπίδας και την ΑΟΖ. Ο ρόλος τους εκεί μπορεί να είναι διαφορετικός από αυτόν των ηπειρωτικών ακτών, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αυτή η γενικά αποδεκτή διαφορά τα στερεί παντελώς από τη απόλαυση θαλασσίων ζωνών. Ειδικότερα, μάλιστα, για το Αιγαίο Πέλαγος, όπου η αλυσίδα των ελληνικών νησιών συνεχίζεται με τα ηπειρωτικά εδάφη του, η έκταση των δικαιωμάτων τους –ως ένα ενιαίο όλο- αναμφίβολα κλίνει την πλάστιγγα προς την ελληνική πλευρά, σε σχέση με τα δικαιώματα που αντλούνται από τις (κυρίως) ηπειρωτικές ακτές της Τουρκίας στην ίδια περιοχή. Όσον αφορά, τώρα, την περιοχή του Καστελόριζου, επαναλαμβάνω, στις ακτές του θα πρέπει να προστεθούν και οι ανατολικές ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, και θα έλεγα και της Κρήτης, των οποίων προβολή προς ανατολάς θα είναι το τμήμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ που αναλογεί στην Ελλάδα στην εν λόγω περιοχή. Βέβαια, σε μια ενδεχόμενη οριοθέτηση αυτές οι ακτές θα προσμετρηθούν, αλλά και θα αναμετρηθούν με τις τουρκικές ηπειρωτικές ακτές, βασικό κριτήριο οριοθέτησης, ανάμεσα σε άλλα, και θα ήταν επιπόλαιο να επιχειρήσω σήμερα μια απάντηση αναφορικά με την έκταση των ελληνικών δικαιωμάτων στην περιοχή, καθώς αυτή θα προσδιοριστεί από μια σειρά δυσχερώς σταθμητών παραγόντων, που θα κριθούν στις διμερείς διαπραγματεύσεις, ή, σε περίπτωση διαπραγματευτικού αδιεξόδου, από ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.
Η τουρκική άποψη ότι το Καστελόριζο δεν δικαιούται ούτε υφαλοκρηπίδα, ούτε ΑΟΖ, εκτός του ότι απομονώνει το Καστελόριζο από τα υπόλοιπα ελληνικά γειτονικά νησιά, των οποίων οι ακτές συνιστούν γραμμές βάσης, αγνοώντας τη σωρευτική επίδρασή τους στη διαμόρφωση μιας οριοθετικής γραμμής ανάμεσα στις χώρες στην Ανατολική Λεκάνη, στηρίζεται, κατά τα φαινόμενα σε μια εσφαλμένη ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Θα πρέπει να προέρχεται από μια ατυχή μεταγωγή των διδαγμάτων τηε διαιτητικής απόφασης των Νησιών της Μάγχης (Ηνωμένο Βασίλειο-Γαλλία, 1971), τα οποία αφορούσαν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία. Στην υπόθεση εκείνη τα βρετανικά νησιά της Μάγχης, που βρίσκονται πλησιέστατα στις γαλλικές ηπειρωτικές ακτές δεν μετέβαλαν, με την παρουσία τους, την εφαρμογή της μέσης γραμμής/ γραμμής ίσης απόστασης, που καθορίζεται από τις ηπειρωτικές ακτές των δύο κρατών. Στα νησιά αυτά, που κατά το διαιτητικό δικαστήριο, βρίσκονται στη ‘λάθος πλευρά’, δόθηκε απλά μια ζώνη 12 μιλίων από τις ακτές τους, για όλες τις χρήσεις.
Η περίπτωση, όμως, του Καστελόριζου είναι διαφορετική. Σε αντίθεση με τα νησιά της Μάγχης, το Καστελόριζο δεν βρίσκεται στη «λάθος πλευρά», αφού στην περιοχή δεν υπάρχει απέναντι από τις τουρκικές ακτές, ελληνικό έδαφος που θα δικαιολογούσε μια χάραξη μέσης γραμμής ανάμεσα στις ηπειρωτικές ακτές, και θα έθετε το δίλημμα για τη θέση αυτών των νησιών στην οριοθέτηση. Το Καστελόριζο είναι το μόνο ελληνικό έδαφος απέναντι από τις τουρκικές ακτές, και η μόνη ομοιότητά του με τα βρετανικά νησιά είναι ότι βρίσκεται κοντά στο τουρκικό ηπειρωτικό έδαφος. Αλλά αυτό το δεδομένο δεν το στερεί από το δικαίωμα να απολαμβάνει τις θαλάσσιες ζώνες που δικαιούνται τα νησιά από το Διεθνές Δίκαιο. Κατά συνέπεια στην οριοθετική διαδικασία θα πρέπει να υπολογιστεί. Ποιο είναι, τώρα, το μερίδιό του στην κατανομή των ζωνών είναι άλλο θέμα, που συνδέεται με την επήρεια που το Καστελόριζο έχει στην απόδοση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, η υπάρχουσα διεθνής νομολογία δεν μας βοηθάει ιδιαίτερα στο να δώσουμε μια σαφή απάντηση της έκτασης των δικαιωμάτων του Καστελόριζου σε μια οριοθετική διαδικασία. Γιατί ούτε η υπόθεση Λιβύης-Τυνησίας (υπόθεση του Διεθνούς Δικαστηρίου), ούτε η πιο πρόσφατη υπόθεση Ρουμανίας-Ουκρανίας (πάλι απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου), είναι ιδιαίτερα επιβοηθητικές, γιατί οι πραγματικές συνθήκες διαφέρουν και στις δύο σημαντικά, σε σχέση με τις πραγματικές συνθήκες στην περιοχή του Καστελόριζου. Στην μεν πρώτη περίπτωση τα ‘επίμαχα’ νησιά βρίσκονται πολύ κοντά στις ακτές του ιδίου κράτους στο οποίο ανήκουν (Τυνησία), ενώ στη δεύτερη το νησί των Όφεων δεν έχει δική του οικονομική ζώνη.
Θα τελειώσω με το ερώτημα: είναι σημαντικό για την Ελλάδα να θεσπίσει ΑΟΖ; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Αν το ενδιαφέρον της Ελλάδας εστιάζεται στην εξερεύνηση και την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους των παρακείμενων θαλασσών, τότε ο θεσμός της υφαλοκρηπίδας εξυπηρετεί αποτελεσματικά τον στόχο αυτό. Αν επιδιώκει, ως προστιθέμενη αξία, όπως έχω ήδη τονίσει, να αποκτήσει και αποκλειστικά δικαιώματα αλιείας, και εκμετάλλευσης των ήπιων μορφών ενέργειας που προσφέρουν τα κύματα και οι άνεμοι της θάλασσας, τότε η ΑΟΖ καθίσταται απαραίτητη. Ειδικότερα, όμως, για το Αιγαίο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι και η Τουρκία έχει σχετικά δικαιώματα, κι ότι θα πρέπει να υπάρξει οριοθέτηση των δύο ΑΟΖ με συμφωνία, ή, σε κάθε περίπτωση, με την παρέμβαση τρίτου δικαιοδοτικού οργάνου. Είναι πολιτική απόφαση αυτή, και εναπόκειται στην πολιτική ηγεσία να προσμετρήσει τα θετικά και τα αρνητικά μιας τέτοιας πρωτοβουλίας.