Το δεύτερο βήμα της Ευρώπης
Ελίζα Παπαδάκη, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2008-10-23
Με τις αποφάσεις των 15 ηγετών της ευρωζώνης στις 12 Οκτωβρίου, όπως επιβεβαιώθηκαν κατόπιν και από τους 27 της Ένωσης, αποκρούσθηκε ο απολύτως υπαρκτός- και άμεσος εκείνη τη στιγμή- κίνδυνος να καταρρεύσει ολόκληρο το χρηματοοικονομικό σύστημα. Ένα ιλιγγιώδες ποσό, κοντά στα δύο τρισεκατομμύρια ευρώ, συμφώνησαν να διαθέσουν οι κυβερνήσεις από τους προϋπολογισμούς τους για να στηρίξουν τις τράπεζες, σε συντονισμό μεταξύ τους και με κοινούς όρους. Ήταν ένα βήμα αναγκαίο και συνάμα ελπιδοφόρο: στις συνθήκες της κρίσης έδειξε ότι είναι εφικτή η ενιαία δημόσια παρέμβαση της Ευρώπης. Αλλά μόνον ένα βήμα. Ούτε τη χρηματοοικονομική κρίση τερματίζει ούτε τη βέβαιη πλέον ύφεση αντιμετωπίζει. Ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς.
Ο αυξημένος δημόσιος έλεγχος στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, που συνεπάγεται η στήριξή του με κρατικούς πόρους, η δρομολόγηση νέων κανόνων εποπτείας και διαφάνειας, η εκφρασμένη βούληση της Ευρώπης για «μια νέα παγκόσμια χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική» συνιστούν ευοίωνη προοπτική μακροπρόθεσμα. Το σύνθημα δεν είναι καινούργιο και βεβαιότητα δεν υπάρχει. Με τις πρωτοβουλίες όμως που ήδη αναλαμβάνονται, η διοργάνωση διεθνών διασκέψεων που μπορούν να θέσουν σε νέες, σταθερές, πιο ισότιμες βάσεις τις ροές κεφαλαίων ανά τον κόσμο αρχίζει να μοιάζει ρεαλιστική- για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1970, όταν εγκαταλείφθηκαν οι συμφωνίες του 1944 στο Μπρέτον Γουντς από τις ΗΠΑ και οι συναλλαγματικές και χρηματοοικονομικές κρίσεις διαδέχονταν η μία την άλλη από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Ανατολική Ασία, κλονίζοντας και τις εδραιωμένες πλούσιες οικονομίες. Αλλά σε αυτές γεννήθηκε τώρα η κρίση. Και καθώς είναι η βαθύτερη και πιο εκτεταμένη από το 1929-33, προκαλώντας τον φόβο αντίστοιχων με τότε καταστροφών, πιέζει σε μια τέτοια πολιτική κατεύθυνση.
Στο μεταξύ η οικονομική κατάσταση θα επιδεινώνεται. Για ένα δεύτερο αρνητικό κύμα στον χρηματοοικονομικό τομέα προειδοποιούσε από τη Μαδρίτη το Σάββατο ο επίτροπος Χοακίν Αλμούνια. Πιο συγκεκριμένος, ο υπεύθυνος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ευρώπη Αλεσάντρο Λέιπολντ προβλέπει συρρίκνωση του ρυθμού της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις, από το ρεκόρ του 15% τον περασμένο Μάρτιο και γύρω στο 10% τους τελευταίους μήνες, σε μόλις 2-3% το 2009. Σύμφωνα άλλωστε με την περιφερειακή έκθεση που μόλις εκδόθηκε, το ΑΕΠ στην ευρωζώνη δεν θα αυξηθεί παρά 0,2% το 2009, θα είναι δηλαδή ουσιαστικά στάσιμο, η Ισπανία, η Ιταλία κ.ά. θα έχουν αρνητική μεγέθυνση, ενώ σοβαρή κρίση υπερχρέωσης απειλεί τις έως πρόσφατα ταχύτερα αναπτυσσόμενες ανατολικές χώρες της Ε.Ε. (της Βαλτικής ιδίως μετά την Ουγγαρία). Και καθώς οι κίνδυνοι του πληθωρισμού εξαλείφονται, η νομισματική πολιτική πρέπει να χαλαρώσει.
Πέρα όμως από τη μείωση των κεντρικών επιτοκίων, που υποδεικνύει το ΔΝΤ, χρειάζονται γενναίες δημοσιονομικές παρεμβάσεις για να στηρίξουν την παραγωγή, την απασχόληση και τα εισοδήματα. Το θέμα τέθηκε με έμφαση στη σύνοδο κορυφής των 27 την περασμένη εβδομάδα, στην ανάγκη να στηριχθούν οι βιομηχανίες της Ευρώπης επέμεινε ξανά ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί απευθυνόμενος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και ορισμένες κυβερνήσεις εξετάζουν αυξήσεις των δημοσίων επενδύσεων, στη Βρετανία για παράδειγμα. Μια συνολική απάντηση σε ευρωπαϊκή κλίμακα όμως ακόμα εκκρεμεί. Είναι δυνατόν η Ευρώπη, όταν κινητοποίησε τεράστιους πόρους για να σώσει το τραπεζικό σύστημα ακριβώς επειδή είναι απαραίτητο για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, να μείνει άπρακτη αφήνοντας παραγωγικές μονάδες και θέσεις εργασίας να χάνονται, νέες να μη δημιουργούνται;
Παράδοξα επίκαιρη ήρθε προχθές η δημοσίευση έκθεσης του ΟΟΣΑ για την όξυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων και της φτώχειας στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες κατά την εικοσαετία 1985-2005. Διότι όπως διαπιστώνεται εκεί, οι ανισότητες οξύνθηκαν ιδίως στο δεύτερο μισό της περιόδου, μετά το 1995, χρόνια έντονης οικονομικής μεγέθυνσης. Στο πρώτο μισό, που η μεγέθυνση ήταν χαμηλή, οι αναδιανεμητικές πολιτικές περιόριζαν τη φτώχεια. Το ερώτημα τι θα συμβεί αν έχουμε μπροστά μας μια δεκαετία ύφεσης θέτει, σχολιάζοντας την έκθεση, ο σημαντικότερος ίσως μελετητής των ανισοτήτων, καθηγητής Άντονι Άτκινσον. Η απάντηση θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές. Οι κρατικοί προϋπολογισμοί τελούν υπό πίεση, αναγνωρίζει ο Άτκινσον. Αν όμως οι κυβερνήσεις αναλαμβάνουν το ρόλο του δανειστή ύστατης καταφυγής, τότε θα θέλαμε να τις δούμε και ως εργοδότη ύστατης καταφυγής, τονίζει.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες που μείωσαν ελαφρά τις εισοδηματικές ανισότητες μέσα στην εικοσαετία 1985 - 2005. Διατηρεί όμως πάντα ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας στην Ευρώπη: το 12,5% του πληθυσμού έχει εισόδημα μικρότερο από το μισό του διαμέσου (λιγότερα από το 60% του διαμέσου, που είναι ο ορισμός της σχετικής φτώχειας στην Ε.Ε., έχει σχεδόν το 20% του πληθυσμού).
Ο αυξημένος δημόσιος έλεγχος στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, που συνεπάγεται η στήριξή του με κρατικούς πόρους, η δρομολόγηση νέων κανόνων εποπτείας και διαφάνειας, η εκφρασμένη βούληση της Ευρώπης για «μια νέα παγκόσμια χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική» συνιστούν ευοίωνη προοπτική μακροπρόθεσμα. Το σύνθημα δεν είναι καινούργιο και βεβαιότητα δεν υπάρχει. Με τις πρωτοβουλίες όμως που ήδη αναλαμβάνονται, η διοργάνωση διεθνών διασκέψεων που μπορούν να θέσουν σε νέες, σταθερές, πιο ισότιμες βάσεις τις ροές κεφαλαίων ανά τον κόσμο αρχίζει να μοιάζει ρεαλιστική- για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1970, όταν εγκαταλείφθηκαν οι συμφωνίες του 1944 στο Μπρέτον Γουντς από τις ΗΠΑ και οι συναλλαγματικές και χρηματοοικονομικές κρίσεις διαδέχονταν η μία την άλλη από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Ανατολική Ασία, κλονίζοντας και τις εδραιωμένες πλούσιες οικονομίες. Αλλά σε αυτές γεννήθηκε τώρα η κρίση. Και καθώς είναι η βαθύτερη και πιο εκτεταμένη από το 1929-33, προκαλώντας τον φόβο αντίστοιχων με τότε καταστροφών, πιέζει σε μια τέτοια πολιτική κατεύθυνση.
Στο μεταξύ η οικονομική κατάσταση θα επιδεινώνεται. Για ένα δεύτερο αρνητικό κύμα στον χρηματοοικονομικό τομέα προειδοποιούσε από τη Μαδρίτη το Σάββατο ο επίτροπος Χοακίν Αλμούνια. Πιο συγκεκριμένος, ο υπεύθυνος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ευρώπη Αλεσάντρο Λέιπολντ προβλέπει συρρίκνωση του ρυθμού της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις, από το ρεκόρ του 15% τον περασμένο Μάρτιο και γύρω στο 10% τους τελευταίους μήνες, σε μόλις 2-3% το 2009. Σύμφωνα άλλωστε με την περιφερειακή έκθεση που μόλις εκδόθηκε, το ΑΕΠ στην ευρωζώνη δεν θα αυξηθεί παρά 0,2% το 2009, θα είναι δηλαδή ουσιαστικά στάσιμο, η Ισπανία, η Ιταλία κ.ά. θα έχουν αρνητική μεγέθυνση, ενώ σοβαρή κρίση υπερχρέωσης απειλεί τις έως πρόσφατα ταχύτερα αναπτυσσόμενες ανατολικές χώρες της Ε.Ε. (της Βαλτικής ιδίως μετά την Ουγγαρία). Και καθώς οι κίνδυνοι του πληθωρισμού εξαλείφονται, η νομισματική πολιτική πρέπει να χαλαρώσει.
Πέρα όμως από τη μείωση των κεντρικών επιτοκίων, που υποδεικνύει το ΔΝΤ, χρειάζονται γενναίες δημοσιονομικές παρεμβάσεις για να στηρίξουν την παραγωγή, την απασχόληση και τα εισοδήματα. Το θέμα τέθηκε με έμφαση στη σύνοδο κορυφής των 27 την περασμένη εβδομάδα, στην ανάγκη να στηριχθούν οι βιομηχανίες της Ευρώπης επέμεινε ξανά ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί απευθυνόμενος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και ορισμένες κυβερνήσεις εξετάζουν αυξήσεις των δημοσίων επενδύσεων, στη Βρετανία για παράδειγμα. Μια συνολική απάντηση σε ευρωπαϊκή κλίμακα όμως ακόμα εκκρεμεί. Είναι δυνατόν η Ευρώπη, όταν κινητοποίησε τεράστιους πόρους για να σώσει το τραπεζικό σύστημα ακριβώς επειδή είναι απαραίτητο για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, να μείνει άπρακτη αφήνοντας παραγωγικές μονάδες και θέσεις εργασίας να χάνονται, νέες να μη δημιουργούνται;
Παράδοξα επίκαιρη ήρθε προχθές η δημοσίευση έκθεσης του ΟΟΣΑ για την όξυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων και της φτώχειας στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες κατά την εικοσαετία 1985-2005. Διότι όπως διαπιστώνεται εκεί, οι ανισότητες οξύνθηκαν ιδίως στο δεύτερο μισό της περιόδου, μετά το 1995, χρόνια έντονης οικονομικής μεγέθυνσης. Στο πρώτο μισό, που η μεγέθυνση ήταν χαμηλή, οι αναδιανεμητικές πολιτικές περιόριζαν τη φτώχεια. Το ερώτημα τι θα συμβεί αν έχουμε μπροστά μας μια δεκαετία ύφεσης θέτει, σχολιάζοντας την έκθεση, ο σημαντικότερος ίσως μελετητής των ανισοτήτων, καθηγητής Άντονι Άτκινσον. Η απάντηση θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές. Οι κρατικοί προϋπολογισμοί τελούν υπό πίεση, αναγνωρίζει ο Άτκινσον. Αν όμως οι κυβερνήσεις αναλαμβάνουν το ρόλο του δανειστή ύστατης καταφυγής, τότε θα θέλαμε να τις δούμε και ως εργοδότη ύστατης καταφυγής, τονίζει.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες που μείωσαν ελαφρά τις εισοδηματικές ανισότητες μέσα στην εικοσαετία 1985 - 2005. Διατηρεί όμως πάντα ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας στην Ευρώπη: το 12,5% του πληθυσμού έχει εισόδημα μικρότερο από το μισό του διαμέσου (λιγότερα από το 60% του διαμέσου, που είναι ο ορισμός της σχετικής φτώχειας στην Ε.Ε., έχει σχεδόν το 20% του πληθυσμού).