Ο ρατσισμός σαρώνει την Ιταλία
Philippe Ridet, Le Monde, ppol.gr, Δημοσιευμένο: 2008-10-26
Κανονικά, το γεγονός δεν θα έπρεπε να έχει ξεπεράσει τα σύνορα του Βιτζεβάνο, στην επαρχία της Παβίας (Λομβαρδία): το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου, ο διαιτητής ενός αγώνα μπάσκετ μεταξύ του Βιτζεβάνο και του Καστέτζιο απευθύνθηκε σε έναν παίκτη που αμφισβητούσε τις αποφάσεις του ως εξής: «άντε να μαζέψεις μπανάνες στην Αφρική!». Ο ταπεινωτικός χαρακτηρισμός κατευθυνόταν προς τον Μπράιαν Ινόα Πιαντίνι (Bryant Inoa Piantini), έναν εικοσάχρονο Ιταλό, δομινικανής καταγωγής.
Την επομένη, η εφημερίδα του Τορίνο «στάμπα» αφιέρωσε άφθονο χώρο στην κάλυψη του επεισοδίου.
Κανονικά... Αλλά στη σημερινή Ιταλία σχεδόν κάθε εβδομάδα εμφανίζεται ένα μείζον ρατσιστικό επεισόδιο. Ο κατάλογος είναι ήδη μακρύς. Από τους εγκληματικούς εμπρησμούς των τσιγγάνικων καταυλισμών της άνοιξης και των αρχών του καλοκαιριού, περάσαμε στις βίαιες επιθέσεις:
Στις 14 Σεπτεμβρίου στο Μιλάνο, ο Αμπντούλ Γκιμπρέ (Abdul Guibré), ένα δεκατετράχρονο αγόρι από την Μπουρκίνα Φάσο, δολοφονείται με χτυπήματα σιδερόβεργων που του καταφέρουν οι ιδιοκτήτες ενός σνακ-μπαρ (πατέρας και γιος) από όπου ο νεαρός έκλεψε ένα κουτί μπισκότα. Μάρτυρες αναφέρουν πως καθώς τον χτυπούσαν, οι δολοφόνοι του τον αποκαλούσαν «βρωμοαράπη».
Στις 29 Σεπτεμβρίου, στην Πάρμα (Εμιλία-Ρομάνα), ο εικοσιδιάχρονος Εμάνιουελ Μπόνσου-Φόστερ (Emmanuel Bonsu-Foster) κουβαλιέται στο τμήμα από ντόπιους αστυνομικούς, για έλεγχο ταυτότητας. Μερικές ώρες αργότερα φεύγει από εκεί με πρησμένο το ένα μάτι, ένα συντετριμμένο πόδι, κρατώντας στα χέρια ένα φάκελο με τα χαρτιά του, πάνω στον οποίο οι αστυνομικοί, που θεώρησαν ακατανόητο το επίθετό του, έχουν γράψει απλά: «Εμάνιουελ Αράπης».
Στις 2 Οκτωβρίου, στη Ρώμη, στη φτωχογειτονιά Τορ Μπέλα Μονάκα, ο τριανταεξάχρονος Τονγκ Χονγκ-Σεν (Tong Hongshen), ξυλοκοπείται άγρια από πέντε εφήβους που τον αποκαλούν «σκατοκινέζο».
Σε αυτήν τη θλιβερή λιτανεία, ξεχωρίζει ασφαλώς η σφαγή στο Καστέλ Βολτούρνο της Καμπανίας, όπου επτά άνθρωποι, εκ των οποίων έξι έγχρωμοι, δολοφονούνται από εκτελεστές της «καμόρα». Πολλοί θεωρούν το γεγονός ρατσιστικό έγκλημα. Την επομένη, οι εικόνες της διαδήλωσης διαμαρτυρίας που οργανώθηκε στον κύριο δρόμο της θλιβερής αυτής πόλης, κάνουν το γύρο του κόσμου: Αφρικανοί μετανάστες να κραδαίνουν σήματα οδικής κυκλοφορίας, κάδοι σκουπιδιών στις φλόγες, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και συνθήματα «Ιταλοί ρατσιστές!»
Έκτοτε ο τύπος καταγράφει λεπτομερώς όλες τις εκδηλώσεις ρατσισμού: εδώ, ένας Μαροκινός καθυβρίζεται· εκεί μία Αφρικανή πόρνη ξεγυμνώνεται μέσα στο αστυνομικό τμήμα· αλλού ένας Σενεγαλέζος κτυπιέται άγρια με μπαστούνια του μπέιζ-μπολ διότι τόλμησε να απλώσει τη πραμάτεια του δίπλα σε Ιταλούς μικροπωλητές.
Στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, οι αναφορές στις επιθέσεις κατά αλλοδαπών ανταγωνίζονται πλέον την εξιστόρηση των κακουργημάτων που διαπράττουν οι «εξωκοινοτικοί».
Κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, επίσκοποι και πολιτικοί συρρέουν στο μαξιλάρι της άρρωστης χερσονήσου. Ακόμα κι ο πρόεδρος της δημοκρατίας, ο Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο (Giorgio Napolitano) εξέφρασε την ανησυχία του: «η έξαρση του ρατσισμού πρέπει να μας συνεγείρει».
Τι απέγιναν οι «αρχοντάνθρωποι» Ιταλοί που καθιστούσαν άλλοτε την Ιταλία πρότυπο φιλοξενίας; Εμποτισμένοι από τον καθολικισμό και αισθήματα συμπόνιας, αρχικά οι Ιταλοί δέχτηκαν τους αλλοδαπούς με τις αγκάλες ανοικτές. «Οι Ιταλοί δεν είμαστε ρατσιστές» επαναλαμβάνουν εν χορώ οι αιρετοί των πόλεων όπου διαδραματίζονται ρατσιστικά επεισόδια.
Λοιπόν τότε, τι συμβαίνει; Οι κοινωνιολόγοι εκφράζουν ορισμένες υποθέσεις εργασίας: από χώρα αποστολής μεταναστών, η Ιταλία έγινε σε λιγότερο από τριάντα χρόνια χώρα υποδοχής αλλοδαπών. Η αλλαγή έγινε πολύ γρήγορα και δεν μπόρεσε να χωνευτεί. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, στην Ιταλία σήμερα βρίσκονται 3,432,651 νόμιμοι μετανάστες, εκ των οποίων 457,000 γεννήθηκαν σε ιταλικό έδαφος. Φυσικά είναι πιο πολυάριθμοι στον πλούσιο βορρά, παρά στο νότο.
Υπό την επιρροή της «λίγκας του βορρά» του ανοικτά ξενόφοβου κόμματος που συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό, η κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε μία επιχείρηση πάταξης των μεταναστών, που παρουσιάζονται ως υπαίτιοι της εγκληματικότητας και της ανασφάλειας. Τα εμπόδια στην κοινωνική τους ένταξη πολλαπλασιάζονται. Ο υπουργός εσωτερικών (και μέλος της «λίγκας») Ρομπέρτο Μαρόνι (Roberto Maroni) διακρίνεται σε αυτό το έργο: τη μια προτείνει μία «τοπική» κάρτα διαμονής, την άλλη ξεχωριστές τάξεις στα σχολεία για τους αλλοδαπούς μαθητές, μετά την άρνηση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στους λαθρομετανάστες.
Προκειμένου να μην αναγείρουν τζαμί οι μουσουλμάνοι της πόλης του, ο δήμαρχος του Οπεάνο, στη Λομβαρδία, προτιμά να εξαγοράζει κάθε διαθέσιμο οικόπεδο. Ο συνάδερφός του στο Τρεβίζο, αναρωτιέται φωναχτά: «τι να το κάνουν το τζαμί; Εγώ ξέρω πως οι Αφρικανοί κατουρούν και προσεύχονται στην έρημο!». Όσο για τον τοπικό άρχοντα του Πορντερόνε αρνείται να φιλοξενήσει στην πόλη του μία έκθεση για την Αφρική, λέγοντας πως «δεν αντέχει άλλο να βλέπει Αφρικανούς, ούτε καν σε φωτογραφίες, καθώς αντιπροσωπεύουν ήδη το 1/4 των κατοίκων της πόλης (του)». Τη Δευτέρα 20 Οκτωβρίου, ο δήμαρχος της Βερόνα άσκησε έφεση μετά την καταδίκη του σε δύο μήνες φυλάκιση και τριετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, διότι είχε μοιράσει φυλλάδια με το σύνθημα «έξω οι Ρομά! (sic)».
«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η "λίγκα" είναι το εκκολαπτήριο του ρατσισμού», γράφει ο κεντροαριστερός νομικός Στέφανο Ροντοτά (Stefano Rodotà).
Λοιπόν, είναι ρατσιστική η Ιταλία;
Πρόκειται για ένα φαινόμενο αυτο-ακρωτηριασμού, μας εξηγεί ο Μάριο Μαραζίτι (Mario Marazitti) της ρωμαιοκαθολικής αδερφότητας του Αγίου Ζήλου, που συμπαραστέκεται στους αναξιοπαθούντες: «χωρίς τους μετανάστες ο ιταλικός πληθυσμός θα μειωνόταν διαρκώς και η χώρα θα παρήκμαζε. Οι νόμιμοι μετανάστες συνεισφέρουν στα φορολογικά έσοδα του ιταλικού κράτους 2 δις ευρώ ετησίως. Περιθωριοποιώντας τους, τους εξασθενούμε πολιτικά, τους απομονώνουμε κοινωνικά κι εντέλει στους παραδίδουμε στο οργανωμένο έγκλημα. Το 1904 στη Νέα Υόρκη, το 51% των εγκλημάτων το διέπρατταν Ιταλοί, που αποτελούσαν μόλις το 5% του πληθυσμού».
Ο κοινωνιολόγος του πανεπιστημίου της Μπολόνια Μάριο Μπαρμπάγκλι (Mario Barbagli) έχει γράψει τρία βιβλία για το θέμα του ιταλικού ρατσισμού: «τη δεκαετία του ’90, η έντονη παρουσία αλλοδαπών στην εμπορία ναρκωτικών και την πορνεία συνέδεσε στο μυαλό των ανθρώπων την εγκληματικότητα με τη μετανάστευση. Αλλά η μετανάστευση δεν είναι ενδογενώς συνδεδεμένη με την εγκληματικότητα· συνδέεται με αυτήν λόγω της κοινωνικής απόρριψης των αλλοδαπών».
«Ας πούμε πως το ιταλικό έδαφος είναι γόνιμο για την ανάπτυξη του ρατσισμού», εξηγεί ο κεντροαριστερός βουλευτής Σάντρο Γκόζι (Sandro Gozi). «Πολλοί Ιταλοί πλέον αντιλαμβάνονται τους αλλοδαπούς ως ανταγωνιστές τους για τις παροχές υγείας και στέγασης. Αν δεν αναπτύξουμε έναν πιο θετικό λόγο απέναντί τους, κινδυνεύουμε να γίνουμε μάρτυρες ενός εμφυλίου πολέμου μεταξύ φτωχών».
Ως επικεφαλής μίας κοινοβουλευτικής επιτροπής, το 2006 ο κ. Γκόζι κατέθεσε μία έκθεση 650 σελίδων στο οποίο κατήγγειλε «την απουσία ενός εθνικού προτύπου κοινωνικής ένταξης των μεταναστών και μίας προσέγγισης της πολυπολιτισμικότητας»... «Χρειαζόμαστε διαρθρωτικές πολιτικές», συνεχίζει, «όχι λύσεις έκτακτης ανάγκης. Οι πετυχημένες πρακτικές είναι εκεί... Ας εμπνευσθούμε από αυτές».
Για να δούμε αυτές τις «πετυχημένες πρακτικές», πρέπει να φτάσουμε ως το Ρέτζιο Νελ Εμιλία, της Εμιλία-Ρομάνα: το 2007 η πόλη είχε πληθυσμό 162,000 κατοίκων, εκ των οποίων 21,334 (ή 13.18%) αλλοδαποί. Το 2000, οι αλλοδαποί δεν ξεπερνούσαν τους 7,900 ανθρώπους.
Το Ρέτζιο έχει ανεργία μόλις 2%, και οι βιομηχανίες της ανθούν. Υπήρξε επίσης η γενέτειρα των πρώτων συνεταιρισμών και σήμερα εμφανίζεται ως «γη της επαγγελίας» για τους μετανάστες, που εδώ μπορούν να ζήσουν ήρεμα κι ευτυχισμένα.
Προπύργιο του κομμουνιστικού κόμματος επί πολλά χρόνια, η πόλη εξακολουθεί να δαπανά το 50% του προϋπολογισμού της για κοινωνικές παροχές. Το 40% των παιδιών κάτω των 6 ετών πάνε σε βρεφονηπιακό σταθμό ή νηπιαγωγείο (ο αντίστοιχος ιταλικός μέσος όρος είναι της τάξης του 9%). Οι επιχειρηματίες, που προτιμούν οι απασχολούμενοι στις επιχειρήσεις τους να είναι ευτυχείς και κοινωνικά ενταγμένοι, στηρίζουν την πολιτική του κεντροαριστερού δημάρχου Γκρατζιάνο Ντέλριο (Graziano Delrio). Η επιχείρηση μόδας «πράντα», που εδρεύει στην πόλη, πρόσφερε πρόσφατα στο δήμο ένα ολόκληρο σχολείο, «με το κλειδί στην πόρτα».
«Προσοχή όμως», τονίζει ο Ντέλριο, «η συμβίωση προϋποθέτει την τήρηση ορισμένων υποχρεώσεων. Ζητάμε από τους μετανάστες μας να συμπεριφέρονται με ωριμότητα. Τους θέλουμε ισότιμους συνεταίρους μας». Χάρη σε ένα πυκνό δίκτυο οργανώσεων πολιτών και στην αποτελεσματική δημοτική δομή της οργάνωσης «κοινός κόσμος» (mondo insieme), ο δήμος του Ρέτζιο προσφέρει στους νεοαφιχθέντες στο Ρέτζιο έναν πραγματικό «οδηγό ενσωμάτωσης», που περνάει πρώτα απ’ όλα από το σχολείο και το χώρο εργασίας. Στο έργο της υποδοχής των αλλοδαπών αναμειγνύονται όλες οι δημοτικές υπηρεσίες και οι μισοί δημοτικοί υπάλληλοι: «η μετανάστευση είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της Ιταλίας», μας διαβεβαιώνει ο δήμαρχος.
Ο δήμος του Ρέτζιο πολλαπλασιάζει τη δημιουργία δημοτικών κέντρων ως σημείων επαφής μεταξύ αλλοδαπών και Ιταλών, ιδίως στη γειτονιά του σιδηροδρομικού σταθμού, όπου διαβιώνει η πλειοψηφία των αλλοδαπών: «ο Κινέζος εστιάτορας και ο Ιταλός κουρέας αντιμετωπίζουν τα ίδια ακριβώς προβλήματα», μας εξηγεί ένα μέλος μιας κίνησης πολιτών.
Αποτέλεσμα: η πόλη είναι μία από τις ασφαλέστερες στην Ιταλία. «Τα τρομερά πράγματα που ακούμε στο ραδιόφωνο, δεν μας αφορούν εδώ στο Ρέτζιο», καμαρώνει ο Μπανταόγκο Σένι (Bandaogo Seni), μετανάστης από την Μπουρκίνα Φάσο.
Όλοι όμως το παραδέχονται, πως «η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δε μας βοηθά». Διότι βέβαια ο δήμαρχος -και η πλειοψηφία του- δεν μπορούν να προσφέρουν στους «εξωκοινοτικούς» αλλοδαπούς αυτό που η κεντρική κυβέρνηση τους αρνείται και οι ίδιοι ζητούν μετ’ επιτάσεως: το δικαίωμα του εκλέγειν κι εκλέγεσθαι στις τοπικές εκλογές και την απλοποίηση των διαδικασιών απόδοσης της ιταλικής υπηκοότητας, που εξακολουθεί να αποδίδεται στη βάση του «δικαίου του αίματος». «Η κυβέρνηση συμπεριφέρεται στους μετανάστες λες και θα ξαναγυρίσουν στις πατρίδες τους, σαν τους Ιταλούς που ξαναγύρισαν μόλις έφτιαξαν ένα κομπόδεμα», λέγει με λύπη ο Αντρέ Λεκινέν (André Lekeunen), φοιτητής νομικής από το Καμερούν.
Παρά τους τρεις αυστηρότερους νέους νόμους περί μετανάστευσης όμως, παρά την κατασταλτική πολιτική της κυβέρνησης, καθημερινά νέα φορτία με ρακένδυτους λαθρομετανάστες αποβιβάζονται στο λιμάνι της Λαμπεντούζα. Τα 14 κέντρα υποδοχής μεταναστών που διαθέτει η χώρα δεν επαρκούν πια. Η κυβέρνηση υπόσχεται να ιδρύσει 10 νέα κέντρα υποδοχής κι εντωμεταξύ στοιβάζει τους νεοαφιχθέντες σε δωμάτια ξενοδοχείων.
Η ένταση μεταξύ Ιταλών και λαθρομεταναστών αυξάνει ακατάπαυστα.
Ο Μάριο Μαραζίτι, της ρωμαιοκαθολικής αδελφότητας, θα θυμάται για καιρό την επίσκεψη στη Ρώμη της υπουργού δικαιοσύνης της Μπουρκίνα Φάσο. Τη συνόδευε στο δρόμο προς το Παλάτσο Τσίγκι, την έδρα της κυβέρνησης, προκειμένου να υπογράψει μία διμερή συμφωνία μεταξύ της χώρας της και της Ιταλίας για την καλύτερα οργάνωση της υποδοχής των μεταναστών, όταν ένας περαστικός πέταξε στην υπουργό: «γύρνα σπίτι σου, παλιονέγρα!»
---------------------------------------------------------------
* Ο Philippe Ridet είναι συντάκτης της «μοντ»
Την επομένη, η εφημερίδα του Τορίνο «στάμπα» αφιέρωσε άφθονο χώρο στην κάλυψη του επεισοδίου.
Κανονικά... Αλλά στη σημερινή Ιταλία σχεδόν κάθε εβδομάδα εμφανίζεται ένα μείζον ρατσιστικό επεισόδιο. Ο κατάλογος είναι ήδη μακρύς. Από τους εγκληματικούς εμπρησμούς των τσιγγάνικων καταυλισμών της άνοιξης και των αρχών του καλοκαιριού, περάσαμε στις βίαιες επιθέσεις:
Στις 14 Σεπτεμβρίου στο Μιλάνο, ο Αμπντούλ Γκιμπρέ (Abdul Guibré), ένα δεκατετράχρονο αγόρι από την Μπουρκίνα Φάσο, δολοφονείται με χτυπήματα σιδερόβεργων που του καταφέρουν οι ιδιοκτήτες ενός σνακ-μπαρ (πατέρας και γιος) από όπου ο νεαρός έκλεψε ένα κουτί μπισκότα. Μάρτυρες αναφέρουν πως καθώς τον χτυπούσαν, οι δολοφόνοι του τον αποκαλούσαν «βρωμοαράπη».
Στις 29 Σεπτεμβρίου, στην Πάρμα (Εμιλία-Ρομάνα), ο εικοσιδιάχρονος Εμάνιουελ Μπόνσου-Φόστερ (Emmanuel Bonsu-Foster) κουβαλιέται στο τμήμα από ντόπιους αστυνομικούς, για έλεγχο ταυτότητας. Μερικές ώρες αργότερα φεύγει από εκεί με πρησμένο το ένα μάτι, ένα συντετριμμένο πόδι, κρατώντας στα χέρια ένα φάκελο με τα χαρτιά του, πάνω στον οποίο οι αστυνομικοί, που θεώρησαν ακατανόητο το επίθετό του, έχουν γράψει απλά: «Εμάνιουελ Αράπης».
Στις 2 Οκτωβρίου, στη Ρώμη, στη φτωχογειτονιά Τορ Μπέλα Μονάκα, ο τριανταεξάχρονος Τονγκ Χονγκ-Σεν (Tong Hongshen), ξυλοκοπείται άγρια από πέντε εφήβους που τον αποκαλούν «σκατοκινέζο».
Σε αυτήν τη θλιβερή λιτανεία, ξεχωρίζει ασφαλώς η σφαγή στο Καστέλ Βολτούρνο της Καμπανίας, όπου επτά άνθρωποι, εκ των οποίων έξι έγχρωμοι, δολοφονούνται από εκτελεστές της «καμόρα». Πολλοί θεωρούν το γεγονός ρατσιστικό έγκλημα. Την επομένη, οι εικόνες της διαδήλωσης διαμαρτυρίας που οργανώθηκε στον κύριο δρόμο της θλιβερής αυτής πόλης, κάνουν το γύρο του κόσμου: Αφρικανοί μετανάστες να κραδαίνουν σήματα οδικής κυκλοφορίας, κάδοι σκουπιδιών στις φλόγες, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και συνθήματα «Ιταλοί ρατσιστές!»
Έκτοτε ο τύπος καταγράφει λεπτομερώς όλες τις εκδηλώσεις ρατσισμού: εδώ, ένας Μαροκινός καθυβρίζεται· εκεί μία Αφρικανή πόρνη ξεγυμνώνεται μέσα στο αστυνομικό τμήμα· αλλού ένας Σενεγαλέζος κτυπιέται άγρια με μπαστούνια του μπέιζ-μπολ διότι τόλμησε να απλώσει τη πραμάτεια του δίπλα σε Ιταλούς μικροπωλητές.
Στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, οι αναφορές στις επιθέσεις κατά αλλοδαπών ανταγωνίζονται πλέον την εξιστόρηση των κακουργημάτων που διαπράττουν οι «εξωκοινοτικοί».
Κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, επίσκοποι και πολιτικοί συρρέουν στο μαξιλάρι της άρρωστης χερσονήσου. Ακόμα κι ο πρόεδρος της δημοκρατίας, ο Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο (Giorgio Napolitano) εξέφρασε την ανησυχία του: «η έξαρση του ρατσισμού πρέπει να μας συνεγείρει».
Τι απέγιναν οι «αρχοντάνθρωποι» Ιταλοί που καθιστούσαν άλλοτε την Ιταλία πρότυπο φιλοξενίας; Εμποτισμένοι από τον καθολικισμό και αισθήματα συμπόνιας, αρχικά οι Ιταλοί δέχτηκαν τους αλλοδαπούς με τις αγκάλες ανοικτές. «Οι Ιταλοί δεν είμαστε ρατσιστές» επαναλαμβάνουν εν χορώ οι αιρετοί των πόλεων όπου διαδραματίζονται ρατσιστικά επεισόδια.
Λοιπόν τότε, τι συμβαίνει; Οι κοινωνιολόγοι εκφράζουν ορισμένες υποθέσεις εργασίας: από χώρα αποστολής μεταναστών, η Ιταλία έγινε σε λιγότερο από τριάντα χρόνια χώρα υποδοχής αλλοδαπών. Η αλλαγή έγινε πολύ γρήγορα και δεν μπόρεσε να χωνευτεί. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, στην Ιταλία σήμερα βρίσκονται 3,432,651 νόμιμοι μετανάστες, εκ των οποίων 457,000 γεννήθηκαν σε ιταλικό έδαφος. Φυσικά είναι πιο πολυάριθμοι στον πλούσιο βορρά, παρά στο νότο.
Υπό την επιρροή της «λίγκας του βορρά» του ανοικτά ξενόφοβου κόμματος που συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό, η κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε μία επιχείρηση πάταξης των μεταναστών, που παρουσιάζονται ως υπαίτιοι της εγκληματικότητας και της ανασφάλειας. Τα εμπόδια στην κοινωνική τους ένταξη πολλαπλασιάζονται. Ο υπουργός εσωτερικών (και μέλος της «λίγκας») Ρομπέρτο Μαρόνι (Roberto Maroni) διακρίνεται σε αυτό το έργο: τη μια προτείνει μία «τοπική» κάρτα διαμονής, την άλλη ξεχωριστές τάξεις στα σχολεία για τους αλλοδαπούς μαθητές, μετά την άρνηση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στους λαθρομετανάστες.
Προκειμένου να μην αναγείρουν τζαμί οι μουσουλμάνοι της πόλης του, ο δήμαρχος του Οπεάνο, στη Λομβαρδία, προτιμά να εξαγοράζει κάθε διαθέσιμο οικόπεδο. Ο συνάδερφός του στο Τρεβίζο, αναρωτιέται φωναχτά: «τι να το κάνουν το τζαμί; Εγώ ξέρω πως οι Αφρικανοί κατουρούν και προσεύχονται στην έρημο!». Όσο για τον τοπικό άρχοντα του Πορντερόνε αρνείται να φιλοξενήσει στην πόλη του μία έκθεση για την Αφρική, λέγοντας πως «δεν αντέχει άλλο να βλέπει Αφρικανούς, ούτε καν σε φωτογραφίες, καθώς αντιπροσωπεύουν ήδη το 1/4 των κατοίκων της πόλης (του)». Τη Δευτέρα 20 Οκτωβρίου, ο δήμαρχος της Βερόνα άσκησε έφεση μετά την καταδίκη του σε δύο μήνες φυλάκιση και τριετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, διότι είχε μοιράσει φυλλάδια με το σύνθημα «έξω οι Ρομά! (sic)».
«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η "λίγκα" είναι το εκκολαπτήριο του ρατσισμού», γράφει ο κεντροαριστερός νομικός Στέφανο Ροντοτά (Stefano Rodotà).
Λοιπόν, είναι ρατσιστική η Ιταλία;
Πρόκειται για ένα φαινόμενο αυτο-ακρωτηριασμού, μας εξηγεί ο Μάριο Μαραζίτι (Mario Marazitti) της ρωμαιοκαθολικής αδερφότητας του Αγίου Ζήλου, που συμπαραστέκεται στους αναξιοπαθούντες: «χωρίς τους μετανάστες ο ιταλικός πληθυσμός θα μειωνόταν διαρκώς και η χώρα θα παρήκμαζε. Οι νόμιμοι μετανάστες συνεισφέρουν στα φορολογικά έσοδα του ιταλικού κράτους 2 δις ευρώ ετησίως. Περιθωριοποιώντας τους, τους εξασθενούμε πολιτικά, τους απομονώνουμε κοινωνικά κι εντέλει στους παραδίδουμε στο οργανωμένο έγκλημα. Το 1904 στη Νέα Υόρκη, το 51% των εγκλημάτων το διέπρατταν Ιταλοί, που αποτελούσαν μόλις το 5% του πληθυσμού».
Ο κοινωνιολόγος του πανεπιστημίου της Μπολόνια Μάριο Μπαρμπάγκλι (Mario Barbagli) έχει γράψει τρία βιβλία για το θέμα του ιταλικού ρατσισμού: «τη δεκαετία του ’90, η έντονη παρουσία αλλοδαπών στην εμπορία ναρκωτικών και την πορνεία συνέδεσε στο μυαλό των ανθρώπων την εγκληματικότητα με τη μετανάστευση. Αλλά η μετανάστευση δεν είναι ενδογενώς συνδεδεμένη με την εγκληματικότητα· συνδέεται με αυτήν λόγω της κοινωνικής απόρριψης των αλλοδαπών».
«Ας πούμε πως το ιταλικό έδαφος είναι γόνιμο για την ανάπτυξη του ρατσισμού», εξηγεί ο κεντροαριστερός βουλευτής Σάντρο Γκόζι (Sandro Gozi). «Πολλοί Ιταλοί πλέον αντιλαμβάνονται τους αλλοδαπούς ως ανταγωνιστές τους για τις παροχές υγείας και στέγασης. Αν δεν αναπτύξουμε έναν πιο θετικό λόγο απέναντί τους, κινδυνεύουμε να γίνουμε μάρτυρες ενός εμφυλίου πολέμου μεταξύ φτωχών».
Ως επικεφαλής μίας κοινοβουλευτικής επιτροπής, το 2006 ο κ. Γκόζι κατέθεσε μία έκθεση 650 σελίδων στο οποίο κατήγγειλε «την απουσία ενός εθνικού προτύπου κοινωνικής ένταξης των μεταναστών και μίας προσέγγισης της πολυπολιτισμικότητας»... «Χρειαζόμαστε διαρθρωτικές πολιτικές», συνεχίζει, «όχι λύσεις έκτακτης ανάγκης. Οι πετυχημένες πρακτικές είναι εκεί... Ας εμπνευσθούμε από αυτές».
Για να δούμε αυτές τις «πετυχημένες πρακτικές», πρέπει να φτάσουμε ως το Ρέτζιο Νελ Εμιλία, της Εμιλία-Ρομάνα: το 2007 η πόλη είχε πληθυσμό 162,000 κατοίκων, εκ των οποίων 21,334 (ή 13.18%) αλλοδαποί. Το 2000, οι αλλοδαποί δεν ξεπερνούσαν τους 7,900 ανθρώπους.
Το Ρέτζιο έχει ανεργία μόλις 2%, και οι βιομηχανίες της ανθούν. Υπήρξε επίσης η γενέτειρα των πρώτων συνεταιρισμών και σήμερα εμφανίζεται ως «γη της επαγγελίας» για τους μετανάστες, που εδώ μπορούν να ζήσουν ήρεμα κι ευτυχισμένα.
Προπύργιο του κομμουνιστικού κόμματος επί πολλά χρόνια, η πόλη εξακολουθεί να δαπανά το 50% του προϋπολογισμού της για κοινωνικές παροχές. Το 40% των παιδιών κάτω των 6 ετών πάνε σε βρεφονηπιακό σταθμό ή νηπιαγωγείο (ο αντίστοιχος ιταλικός μέσος όρος είναι της τάξης του 9%). Οι επιχειρηματίες, που προτιμούν οι απασχολούμενοι στις επιχειρήσεις τους να είναι ευτυχείς και κοινωνικά ενταγμένοι, στηρίζουν την πολιτική του κεντροαριστερού δημάρχου Γκρατζιάνο Ντέλριο (Graziano Delrio). Η επιχείρηση μόδας «πράντα», που εδρεύει στην πόλη, πρόσφερε πρόσφατα στο δήμο ένα ολόκληρο σχολείο, «με το κλειδί στην πόρτα».
«Προσοχή όμως», τονίζει ο Ντέλριο, «η συμβίωση προϋποθέτει την τήρηση ορισμένων υποχρεώσεων. Ζητάμε από τους μετανάστες μας να συμπεριφέρονται με ωριμότητα. Τους θέλουμε ισότιμους συνεταίρους μας». Χάρη σε ένα πυκνό δίκτυο οργανώσεων πολιτών και στην αποτελεσματική δημοτική δομή της οργάνωσης «κοινός κόσμος» (mondo insieme), ο δήμος του Ρέτζιο προσφέρει στους νεοαφιχθέντες στο Ρέτζιο έναν πραγματικό «οδηγό ενσωμάτωσης», που περνάει πρώτα απ’ όλα από το σχολείο και το χώρο εργασίας. Στο έργο της υποδοχής των αλλοδαπών αναμειγνύονται όλες οι δημοτικές υπηρεσίες και οι μισοί δημοτικοί υπάλληλοι: «η μετανάστευση είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της Ιταλίας», μας διαβεβαιώνει ο δήμαρχος.
Ο δήμος του Ρέτζιο πολλαπλασιάζει τη δημιουργία δημοτικών κέντρων ως σημείων επαφής μεταξύ αλλοδαπών και Ιταλών, ιδίως στη γειτονιά του σιδηροδρομικού σταθμού, όπου διαβιώνει η πλειοψηφία των αλλοδαπών: «ο Κινέζος εστιάτορας και ο Ιταλός κουρέας αντιμετωπίζουν τα ίδια ακριβώς προβλήματα», μας εξηγεί ένα μέλος μιας κίνησης πολιτών.
Αποτέλεσμα: η πόλη είναι μία από τις ασφαλέστερες στην Ιταλία. «Τα τρομερά πράγματα που ακούμε στο ραδιόφωνο, δεν μας αφορούν εδώ στο Ρέτζιο», καμαρώνει ο Μπανταόγκο Σένι (Bandaogo Seni), μετανάστης από την Μπουρκίνα Φάσο.
Όλοι όμως το παραδέχονται, πως «η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δε μας βοηθά». Διότι βέβαια ο δήμαρχος -και η πλειοψηφία του- δεν μπορούν να προσφέρουν στους «εξωκοινοτικούς» αλλοδαπούς αυτό που η κεντρική κυβέρνηση τους αρνείται και οι ίδιοι ζητούν μετ’ επιτάσεως: το δικαίωμα του εκλέγειν κι εκλέγεσθαι στις τοπικές εκλογές και την απλοποίηση των διαδικασιών απόδοσης της ιταλικής υπηκοότητας, που εξακολουθεί να αποδίδεται στη βάση του «δικαίου του αίματος». «Η κυβέρνηση συμπεριφέρεται στους μετανάστες λες και θα ξαναγυρίσουν στις πατρίδες τους, σαν τους Ιταλούς που ξαναγύρισαν μόλις έφτιαξαν ένα κομπόδεμα», λέγει με λύπη ο Αντρέ Λεκινέν (André Lekeunen), φοιτητής νομικής από το Καμερούν.
Παρά τους τρεις αυστηρότερους νέους νόμους περί μετανάστευσης όμως, παρά την κατασταλτική πολιτική της κυβέρνησης, καθημερινά νέα φορτία με ρακένδυτους λαθρομετανάστες αποβιβάζονται στο λιμάνι της Λαμπεντούζα. Τα 14 κέντρα υποδοχής μεταναστών που διαθέτει η χώρα δεν επαρκούν πια. Η κυβέρνηση υπόσχεται να ιδρύσει 10 νέα κέντρα υποδοχής κι εντωμεταξύ στοιβάζει τους νεοαφιχθέντες σε δωμάτια ξενοδοχείων.
Η ένταση μεταξύ Ιταλών και λαθρομεταναστών αυξάνει ακατάπαυστα.
Ο Μάριο Μαραζίτι, της ρωμαιοκαθολικής αδελφότητας, θα θυμάται για καιρό την επίσκεψη στη Ρώμη της υπουργού δικαιοσύνης της Μπουρκίνα Φάσο. Τη συνόδευε στο δρόμο προς το Παλάτσο Τσίγκι, την έδρα της κυβέρνησης, προκειμένου να υπογράψει μία διμερή συμφωνία μεταξύ της χώρας της και της Ιταλίας για την καλύτερα οργάνωση της υποδοχής των μεταναστών, όταν ένας περαστικός πέταξε στην υπουργό: «γύρνα σπίτι σου, παλιονέγρα!»
---------------------------------------------------------------
* Ο Philippe Ridet είναι συντάκτης της «μοντ»