Εργασιακό καθεστώς και η «ιδέα» της εργασίας
Ιόλη Μπούντα, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2023-06-23
Ο «νόμος Χατζηδάκη» συγχαίρει εαυτόν για την αύξηση των προσλήψεων και τη μείωση δήθεν της ανεργίας, ωστόσο οδήγησε μόνο στην υπερχρέωση του ελληνικού Δημοσίου υπέρ των δικών τους παιδιών-υπεργολάβων και όχι των εργαζομένων. Το ελληνικό Δημόσιο πλέον πληρώνει διπλάσια ή ακόμα και τριπλάσια τον μισθό του κάθε «ενοικιαζόμενου» υπαλλήλου. Η πρακτική αυτή προσβάλλει την αρχή́ του κράτους δικαίου κρατώντας σε «ομηρία» μεγάλο αριθμό́ εργαζομένων. Μιλάμε λοιπόν για ένα trafficking εργαζομένων με όρους «πιάτσας», καθώς στην τσέπη του εργαζομένου μπαίνει ένας μισθός της πείνας, χωρίς να του αναγνωρίζονται ακόμα και τα τυπικά προσόντα, πόσο μάλλον οι αποζημιώσεις, οι αναρρωτικές, οι γονικές ή οι άδειες λοχείας.
Η εργασία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα μιας οργανωμένης κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνει τη δομή της κοινωνίας και διαπλάθει τις κοινωνικές της ομάδες. Για τον λόγο αυτό η προώθηση της ασφάλειας στις εργασιακές σχέσεις είναι ζωτικής σημασίας για την πρόοδο μιας κοινωνίας και μιας οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό η «ευελιξία» στις εργασιακές σχέσεις είναι ένας όρος κατ’ αρχήν συνυφασμένος με μια προσπάθεια υπονόμευσης των εργασιακών σχέσεων.
Στην Ελλάδα, έως πρόσφατα, σχεδόν δεν υπήρχε νομοθεσία για την «ελαστικότητα» στις εργασιακές σχέσεις, αλλά υπήρχαν μόνο κάποιες αποσπασματικές ρυθμίσεις που αποσκοπούσαν κυρίως στην τόνωση της προσφοράς τέτοιων μορφών εργασίας μέσω της παροχής κινήτρων στους εργαζομένους. Βέβαια, η «ελαστική» εργασία -καίτοι μη ομολογημένη- κρυβόταν πίσω από την «αδήλωτη εργασία» και τη δήθεν αυτοαπασχόληση, δηλαδή τους «εργαζομένους με μπλοκάκι» που εκτελούσαν την εργασία τους «φασόν», οπότε υπογράφοντας συμβάσεις έργου δεν προστατεύονταν τα εργασιακά τους δικαιώματα. Οι τελευταίες περιπτώσεις αντιμετωπίζονταν με την προσφυγή στη Δικαιοσύνη και την απόδειξη της σχέσης εξάρτησης μεταξύ παρόχου της εργασίας (εργαζομένου) και εντολέα (εργοδότη).
Πράγματι λοιπόν υφίστατο ανάγκη στην ελληνική κοινωνία για μια συνολική ρύθμιση των «ελαστικών» εργασιακών σχέσεων, ιδίως μετά την οικονομική κρίση και την ύφεση που συνακόλουθα παρουσιάστηκε στην αγορά εργασίας, η οποία φαίνεται να κατέστησε αναγκαία την είσοδο νέων μορφών εργασιακών σχέσεων (βλ. τηλεργασία). Ηρθε λοιπόν ο νόμος 4808/2021 (κατά κόσμον «νόμος Χατζηδάκη»), που ευαγγελιζόμενος ότι οδηγεί στη θεσμοθέτηση νέων μορφών εργασιακών σχέσεων και δήθεν στη διάσωση των υφιστάμενων εργασιακών θέσεων και στη δημιουργία νέων, στην πραγματικότητα «ελαστικοποίησε» το ίδιο το εργατικό δίκαιο και όχι τις μορφές απασχόλησης. Συνέπεια αυτού ήταν η δημιουργία εργασιακού χάους, η ευδοκίμηση του φαινομένου των «φτωχών εργαζομένων» και η μείωση της ποιότητας της παρεχόμενης εργασίας.
poster
Τι σημαίνει όμως αυτό πρακτικά για τις συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου και για τους «ενοικιαζόμενους» υπαλλήλους;
Στη σφαίρα της δημόσιας διοίκησης ο «νόμος Χατζηδάκη» συγχαίρει τον εαυτό του για την αύξηση των προσλήψεων και τη μείωση δήθεν της ανεργίας, ωστόσο οδήγησε μόνο στην υπερχρέωση του ελληνικού Δημοσίου υπέρ των δικών τους παιδιών-υπεργολάβων και όχι των εργαζομένων. Το ελληνικό Δημόσιο πλέον πληρώνει διπλάσια ή ακόμα και τριπλάσια τον μισθό του κάθε «ενοικιαζόμενου» υπαλλήλου, μόνο που αυτό δεν γίνεται στον ίδιο τον εργαζόμενο, αλλά σε έναν υπεργολάβο που έχει αναλάβει να τροφοδοτεί το Δημόσιο με «δούλους-εργαζομένους» για να φέρει εις πέρας τη σύμβαση έργου που έχει με την εκάστοτε ΔΕΚΟ και το Δημόσιο γενικότερα. Η πρακτική́ αυτή προσβάλλει την αρχή του κράτους δικαίου κρατώντας σε «ομηρία» μεγάλο αριθμό εργαζομένων.
Μιλάμε λοιπόν για ένα trafficking εργαζομένων με όρους «πιάτσας», καθώς στην τσέπη του εργαζομένου μπαίνει ένας μισθός της πείνας, χωρίς να του αναγνωρίζονται ακόμα και τα τυπικά προσόντα, πόσο μάλλον οι αποζημιώσεις, οι αναρρωτικές, οι γονικές ή οι άδειες λοχείας.
Οι εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα επίσης δεν βελτιώθηκαν με τον νέο νόμο, ο οποίος φρόντισε να καταστήσει το ΣΕΠΕ παρατηρητή σε αυτή την «εργασιακή γαλέρα». Σύμφωνα με την νέα εργασιακή νομοθεσία λοιπόν, διευκολύνθηκαν κατά πολύ οι απολύσεις και ιδίως των πιο ακριβών εργαζομένων. Οι εργοδότες απαλλάσσονται από την υποχρέωσή τους να κοινοποιήσουν με έγγραφο τύπο την απόλυση, να καταβάλουν όλη την αποζημίωση τη στιγμή της απόλυσης και ακόμα και αν η απόλυση θεωρηθεί καταχρηστική στα δικαστήρια, ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο, ούτε και να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας.
Μέσα στο ζοφερό αυτό τοπίο των εργασιακών σχέσεων, ο κ. Χατζηδάκης προεκλογικά τάζει το «ξεπάγωμα» των τριετιών και άρα την προσαύξηση του μισθού κατά 30% για τους εργαζομένους που έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία (δηλαδή 3 τριετίες), ισχυριζόμενος ότι δήθεν η ανεργία θα μειωθεί κάτω από το 10% τους αμέσως επόμενους μήνες (ήτοι μέσα στο 2023). Την ίδια στιγμή, στον προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους, η εκτίμηση του οικονομικού επιτελείου για το ποσοστό της ανεργίας το 2023 είναι ότι θα διαμορφωθεί στο 12,7%, γεγονός που καθιστά τις υποσχέσεις του κ. Χατζηδάκη τουλάχιστον ανεδαφικές, δεδομένου ότι προϋπόθεση για να ξεπαγώσουν οι τριετίες είναι το ποσοστό της ανεργίας μεσοσταθμικά σε ετήσια βάση να πέσει κάτω από 10%. Η εαρινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μετά και το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που υπέβαλε η κυβέρνηση της Ν.Δ. στην Κομισιόν λίγο πριν από τη διάλυση της Βουλής, έβαλε στον πάγο λοιπόν, τουλάχιστον για την επόμενη διετία, κάθε συζήτηση για την αύξηση των κατώτατων αμοιβών μέσα από τις τριετίες.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη όχι από θεωρίες «ιδεών» στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, αλλά από ουσιαστικές λύσεις στο πλαίσιο που οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης κατέχουν εξέχουσα θέση στις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές που προωθούνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση, με στόχο την προώθηση της ευελιξίας στην αγοράς εργασίας και την ασφάλεια της απασχόλησης. Στο πλαίσιο αυτό είναι αναγκαία η αναμόρφωση του εργατικού δικαίου, ώστε να μην εργαλειοποιηθούν οι αναγκαίες για την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη ευέλικτες μορφές απασχόλησης σε νέα θεσμικά μέσα υπονόμευσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, όπως έγινε με τον «νόμο Χατζηδάκη», ο οποίος εν τέλει έβλαψε και τους ίδιους τους εργοδότες, καθώς δημιούργησε ένα μοντέλο φτωχοποιημένου εργαζομένου που δεν έχει κανένα κίνητρο να είναι παραγωγικός και αποδοτικός. Αναγκαία μέτρα προς την κατεύθυνση αυτή είναι η αναβάθμιση του ΣΕΠΕ σε αυτοτελή γενική γραμματεία, η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η προσαύξηση του νόμιμου ωρομισθίου για τη μερική απασχόληση σε ποσοστό 20% και ο περιορισμός του outsourcing και του δανεισμού εργαζομένων.
* HR manager, executive manager, L2C Group of Offices