Ομιλία του Ιταλού προέδρου Giorgio Napolitano
Στην εναρκτήρια τελετή του ακαδημαϊκού έτους 2011-2012 του Collège d’Europe.
Σεπτέμβριος 2011, Δημοσιευμένο: 2011-11-25
Με απόλυτη επίγνωση της τιμής που μου έγινε και με τη δέσμευση που απαιτείται από μέρους μου, αποδέχτηκα την πρόσκληση να μιλήσω στην εναρκτήρια τελετή του ακαδημαϊκού έτους 2011-2012 του Collège d’Europe. Πρόκειται για μια τιμή που αισθάνομαι πολύ έντονα επειδή εδώ και καιρό θεωρώ αυτό το ίδρυμα ως έναν από τους πιο λαμπρούς φάρους για την ανάπτυξη και τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής συνείδησης όπως αυτή συνεχίζει να αναπτύσσεται. Γνωρίζω πόσοι Ευρωπαίοι Δημόσιοι Λειτουργοί έχουν μαθητεύσει στο Bruges, σε ένα πνεύμα αυστηρού επαγγελματισμού και απόλυτης ανεξαρτησίας, σε συνδυασμό με την αίσθηση των ορίων και του σεβασμού για τη σφαίρα των πολιτικών αποφάσεων. Αυτές παραμένουν ουσιαστικές συνθήκες για την επιτακτική φωνή και αποτελεσματικότητα που πρέπει να διατηρούν και να υιοθετούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Όπως συνηθίζεται, το ακαδημαϊκό έτος που ξεκινάει σήμερα αφιερώνεται σε μια παγκοσμίως γνωστή μορφή και σε έναν επιστημονικό κλάδο σημαντικού ενδιαφέροντος. Για το 2011-2012, αυτή η μορφή είναι η Μαρία Κιουρί και ο επιστημονικός κλάδος ενδιαφέροντος είναι αυτός που εκπροσωπεί για την επιστημονική έρευνα και το ρόλο των γυναικών. Επιτρέψτε μου να αναφέρω στο ίδιο πνεύμα ένα ιταλικό όνομα, αυτό της σπουδαίας επιστήμονα και Νικήτριας του Βραβείου Νόμπελ, Rita Levi Montalcini, και της πολιτικής δέσμευσης και στήριξής της στον αγώνα για τις γυναίκες της Αφρικής. Μιας δέσμευσης που αναγνωρίστηκε ήδη πριν από μερικά χρόνια με το διορισμό της ως δια βίου Γερουσιάστριας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Δέχτηκα την πρόσκληση να μιλήσω εδώ σήμερα όχι απλά ως μια τιμή, αλλά, επαναλαμβάνω και υπογραμμίζω, ως μια σημαντική και ευαίσθητη δέσμευση με σεβασμό στους καιρούς, ή θα έπρεπε να πω σε αυτή τη δύσκολη ιστορική περίοδο, που βιώνει η Ευρώπη, και εκ μέρους της η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εδώ και πολλούς μήνες τώρα το «Ευρωπαϊκό ζήτημα» κυριαρχεί σε καθημερινή βάση στην πολιτική επικοινωνία, τις οικονομικές ειδήσεις και την προσοχή των πολιτών και των νοικοκυριών, σε όλες τις χώρες. Είναι παρόν και κυρίαρχο υπό κρίσιμους όρους, σε σχέση με τις σταθερά αυξανόμενες ανησυχίες μας αναφορικά με τις αβεβαιότητες της καθημερινής μας ζωής και του κοινού μας μέλλοντος και της μοίρας μας. Ωστόσο, εξίσου διάχυτη, ενδεχομένως όσο ποτέ πριν, είναι η αίσθηση αυτού που μας συνδέει, αυτού που συνδέει τις κοινωνίες μας και τους λαούς μας σε όλη την Ευρώπη που, βήμα βήμα, έχει ενωθεί σε μια άνευ προηγουμένου διαδικασία δημοκρατικής ολοκλήρωσης.
Επομένως, προκύπτει η ευθύνη –που όλοι έχουμε από κοινού– να αδράξουμε την ευκαιρία που μας παρουσιάζεται από τις αιφνίδιες και δραματικές εξελίξεις στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, ένα περιβάλλον που δεν είναι μόνο ευρωπαϊκό. Μια ευθύνη να εξηγηθούμε ο ένας στον άλλο, να στοχαστούμε το παρελθόν και το παρόν. Χρειάζεται πρώτα να φωτίσουμε την πρόοδο που έγινε στο τολμηρό σχέδιο που ανακοινώθηκε το Μάιο του 1950. Αυτό είναι αναγκαίο ιδιαίτερα σήμερα, επειδή η γενιά μας είναι η τελευταία που έζησε την τραγωδία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου που εξαπολύθηκε στις χώρες μας, που ήταν ήδη ρημαγμένες από τον Πρώτο, Μεγάλο Πόλεμο. Η δική μου είναι η τελευταία γενιά που διατήρησε μνήμες των μοιραίων διχασμών και της καταστροφής από τις οποίες έπρεπε να αναστηθούμε για ακόμα μία φορά.
Και τώρα, μετά από περισσότερο από μισό αιώνα ενότητας και διαρκούς προόδου, χρειάζεται να συλλογιστούμε, σε μια καθαρή και πειστική σχέση με τους πολίτες μας, την κρίση που σαρώνει την Ευρωζώνη. Και χρειάζεται να τους δώσουμε πειστικές απαντήσεις.
Ουσιαστικά, χρειάζεται να μεταφέρουμε με σαφήνεια στην κοινή γνώμη απλά αυτό που διακυβεύεται στην ήπειρό μας. Και όχι απλά στην ήπειρό μας. Πρόσφατα σχόλια από μη Ευρωπαίους σχετικά με τους κινδύνους που μπορούν να θέσουν οι δυσκολίες μας για ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία, κατά κάποιο τρόπο, συνιστούν μια αντικειμενική αναγνώριση της σπουδαιότητας της Ευρώπης στο σημερινό κόσμο, παρόλο που η εικόνα έχει ριζικά αλλάξει ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης διαδικασίας μεταμόρφωσης και παγκοσμιοποίησης.
Η σκέψη, δηλαδή να εξετάσουμε τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον, που σας προτρέπω να κάνετε σήμερα εδώ, δεν παραβλέπει τις προσταγές του παρόντος. Ούτε παραβλέπει τις επιλογές που καλούνται να κάνουν τώρα η Ευρώπη και οι θεσμοί της, σχεδόν –αν θέλετε– σε καθημερινή βάση. Διατηρώ το μεγαλύτερο σεβασμό για την προσπάθεια που γίνεται από τους Αρχηγούς των κρατών και των κυβερνήσεων, τους ηγέτες των ευρωπαϊκών θεσμών, αυτούς που χαράσσουν πολιτική και λαμβάνουν αποφάσεις, ενόψει των διλημμάτων που αντιμετωπίζουν από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση στην Ευρωζώνη.
Σήμερα που σας μιλάω δεν είμαι πλέον μέλος των τάξεών τους, είμαι Αρχηγός Κράτους χωρίς εκτελεστικές εξουσίες, αλλά γνωρίζω την προσπάθεια που ενέχεται στην επιλογή και δράση. Ωστόσο αισθάνομαι ότι μοιράζομαι την ευθύνη, για το καλό και το κακό, για αυτό που βιώνει η Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες. Αισθάνομαι το βάρος της κοινής ευθύνης σε σχέση με τις θέσεις στις οποίες υπηρέτησα στο παρελθόν –στο Ιταλικό και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για σύντομο διάστημα, στην ιταλική κυβέρνηση και για πολύ μεγαλύτερο διάστημα, στην πολιτική και πολιτισμική κίνηση για την ευρωπαϊκή ενότητα. Επομένως, ελπίζω ότι θα κατανοήσετε το πνεύμα –ούτε εριστικό ούτε δασκαλίστικο– των σημαντικών εκτιμήσεων που θα κάνω εδώ σήμερα.
Δεν θα μείνω εδώ στη διαδρομή που οδήγησε στην κρίση της Ευρωζώνης, δηλαδή, στη χρηματοπιστωτική κρίση που προκλήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα από την κατάρρευση της Lehman Brothers το Σεπτέμβριο του 2008. Μία κρίση που ζυμώνεται εδώ και ενάμιση χρόνο και έχει χωρίς αμφιβολία τις ρίζες της, και έχει επομένως εισχωρήσει βαθιά, στην πραγματική οικονομία.
Οι απόψεις, που είναι δύσκολο να τις αμφισβητήσεις, σχετικά με τις πραγματικές και βασικές αιτίες της παγκόσμιας κρίσης είναι γνωστές: το εξωτερικό χρέος της πιο προηγμένης οικονομίας του κόσμου, η αύξηση, για πολλά χρόνια –στις Ηνωμένες Πολιτείες– των δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών που ξεπέρασαν το εισόδημα στον έναν ή των άλλο τομέα, με επίπτωση την τροφοδότηση της «ανάπτυξης χωρίς αποθεματικά», και οι επακόλουθες ανώμαλες παγκόσμιες ασυμμετρίες.
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να υπογραμμίσω –και θα περιοριστώ σε αυτό– έναν παράγοντα που καταδεικνύεται ως ένα από τα σημαντικά στοιχεία που σε διάστημα αρκετών δεκαετιών έχει φτάσει να υπονομεύει το διεθνές οικονομικό σύστημα: την παραπλανητική υπόθεση ότι οι αγορές γενικά, και οι χρηματοπιστωτικές αγορές συγκεκριμένα, έχουν τη δυνατότητα αυτορρύθμισης και επομένως δεν χρειάζονται δημόσια ρύθμιση.
Ακριβώς παρατηρώντας τη ζημία που προκλήθηκε και τον κίνδυνο που δημιουργήθηκε από αυτή την υπόθεση, οι κυβερνήσεις σε όλες τις ηπείρους κατανόησαν την ανάγκη να θέσουν ένα νέο σύστημα κανόνων που είναι ικανοί να καθιερώσουν μια αποτελεσματική παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση. Αυτό είναι το έργο που έχει αναλάβει ένας νεοσύστατος θεσμός, η ομάδα των 20 (G20), και για το οποίο συνεχίζει να εργάζεται, μολονότι όχι χωρίς δυσκολίες και αντιφάσεις.
Για την Ευρώπη, το ζήτημα παρουσιάζεται υπό μοναδικούς όρους: δηλαδή, είναι επίσης ένα εσωτερικό ζήτημα εγγενές στην ανάπτυξη της διαδικασίας ολοκλήρωσης στην οποία προχωρήσαμε μέχρι τώρα, στην οποία υπάρχει ένα λειτουργικό σύστημα κοινών θεσμών και κανόνων, αλλά χρειάζεται να αναθεωρηθεί και να ενισχυθεί. Γύρω από αυτή την έντονη ανάγκη περιστρέφεται η προβληματική και έντονη συζήτηση που προέκυψε από την ελληνική κρίση, από τις κρίσεις στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, αλλά επίσης από τις εντάσεις και τους κινδύνους που έπληξαν την Ισπανία και την Ιταλία σε σχέση με τις κρίσεις κυρίαρχου χρέους. Σε αυτή τη συζήτηση αποσκοπώ, η οποία διεξάγεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωζώνη και τις διάφορες θεσμικές της εκφράσεις.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν αντιδράσει, και συνεχίζουν να αντιδρούν, σε αυτά τα γεγονότα με ασυνήθιστα μέτρα και σημαντικές καινοτομίες. Ένα παράδειγμα είναι η δημιουργία τριών νέων εποπτικών αρχών με πιο σημαντική τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Αυτή θα ολοκληρωθεί το 2013 με έναν μόνιμο μηχανισμό που θα επιδιώκει τους ίδιους στόχους με ένα συστηματικό και μακροπρόθεσμο τρόπο. Η συμβολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας –που περιλαμβάνει, σε κάποιες περιπτώσεις, την κάλυψη πολιτικών και θεσμικών κενών– πρέπει να εκτιμηθεί.
Δεν μπορώ να καταλήξω σε συμπεράσματα –εξάλλου δεν αποτελεί κάτι τέτοιο μέρος της αποστολής μου– σχετικά με όλες τις αποφάσεις και τις παρεμβάσεις των οποίων η πρόοδος σηματοδοτήθηκε από συναντήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, μαζί με το Eurogroup, για παράδειγμα, στις 20 Ιουλίου αυτού του χρόνου και ξανά τις προηγούμενες ημέρες.
Επίσης, χρειάζεται να θυμόμαστε το σημαντικό νομοθετικό πακέτο σχετικά με την οικονομική διακυβέρνηση που εγκρίθηκε από κοινού από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο. Η προσφώνησή μου σήμερα απλά περιλαμβάνει έναν αριθμό παρατηρήσεων σχετικά με αβεβαιότητες και διαφωνίες που χαρακτήρισαν την πορεία που ακολούθησε η Ένωση το 2011 και το οποίο αφορά σε υποκείμενα άλυτα προβλήματα σε σχέση με το κοινό ευρωπαϊκό πρόγραμμα και το μέλλον του.
Το μεγάλο ερώτημα είναι τι αντιπροσωπεύει η απόφαση να υιοθετηθεί το κοινό νόμισμα –επομένως, η γέννηση του ευρώ. Είναι επίσης, και πιο γενικά, τι θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, κάτι που δεν έγινε.
Εκείνη η συνθήκη αντιπροσώπευε μια ιστορική εξέλιξη –και παραμένει ορόσημο– στην ευρωπαϊκή διαδικασία ολοκλήρωσης. Η απόφαση να υιοθετηθεί ένα κοινό νόμισμα αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα εκείνης της διαδικασίας, αλλά ένα τμήμα που δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ευρύτερο συνολικό πλαίσιο. Τα πολλά χρόνια που οδήγησαν στο Μάαστριχτ –και ποτέ πριν ή από τότε δεν υπήρξε μια ευρωπαϊκή συνθήκη που προετοιμάστηκε πιο προσεχτικά, σταδιακά μετά από εξέταση και συζήτηση– και οι τελικές αποφάσεις που λήφθηκαν με τόση προσπάθεια, φέρουν το στίγμα της διορατικής ηγεσίας των κρατών μελών της εποχής και πάνω από όλα των τριών σημαντικών ιδρυτικών χωρών.
Για την Ιταλία, μπορούμε να παραθέσουμε τα πρόσωπα της κυβέρνησης που ήταν επικεφαλής στην εξάμηνη Προεδρία της ΕΕ στο δεύτερο μισό του 1990 και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της Συνθήκης. Θα ήθελα συγκεκριμένα να θυμίσω τον Guido Carli, καθώς και σημαντικούς διπλωμάτες και δημόσιους λειτουργούς ολκής, όπως οι Carlo Ciampi, Tommaso Padoa Schioppa, Mario Sarcinelli, and Mario Draghi. Για τη Γερμανία, περισσότερο από οποιονδήποτε έχουμε τον Χέλμουτ Κολ, ο οποίος κατανόησε με εξαιρετική σαφήνεια και θάρρος την ανάγκη να συνδέσει τη γερμανική επανένωση, η οποία είχε γίνει μια φιλοδοξία επιτεύξιμη, με μια σημαντική πρόοδο στην πορεία προς την οικονομική-νομισματική και πολιτική ένωση της Ευρώπης. Και για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ας θυμηθούμε τον Πρόεδρο Ζακ Ντελόρ, δημιουργό της αποφασιστικής Έκθεσης του 1989.
Στο Μάαστριχτ, το έργο και η κληρονομιά των τριών Κοινοτήτων που προϋπήρχαν αποτέλεσαν τη βάση για τη γέννηση η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή αποτέλεσε με βεβαιότητα όχι απλά μια αλλαγή σημειολογική. Αποτέλεσε μια πολιτική αλλαγή, και μια αποφασιστική επέκταση οριζόντων και στόχων. Στο επίκεντρο, κυρίως, βρισκόταν η επικείμενη προοπτική της εισαγωγής του ενιαίου νομίσματος και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το μεγάλο πρόγραμμα ολοκλήρωσης διατυπώθηκε για πρώτη φορά το Μάιο του 1950 και ξεκίνησε το 1951-52 όταν η συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) υπογράφηκε και τέθηκε σε ισχύ. Με το Μάαστριχτ έφτασε σε ένα επίπεδο και βάθος ιστορικής επισήμανσης, μεταβιβάζοντας τη νομισματική κυριαρχία –μια ιδιότητα που, όπως το σπαθί, όπως ο στρατός, ήταν σε κάθε δόγμα αποκλειστικότητα των εθνών κρατών– σε υπερεθνικό επίπεδο. Όταν σήμερα όσοι από εμάς είχαν θεσμικούς ή κυβερνητικούς ρόλους στην Ένωση λένε ηχηρά ότι το ευρώ αποτελεί ζωτικής σημασίας πυλώνα της ενωμένης Ευρώπης, αναφέρονται πρώτα και κύρια στην ιστορική αξία της εισαγωγής του στο πνεύμα μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης. Αξίες που θα εκτιμούσε ο Altiero Spinelli, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, αν ήταν ακόμα ζωντανός, επιστεγάζοντας τις προφητικές του προσπάθειες.
Για να υποστηρίξουμε αυτή τη δήλωση, πρέπει μόνο να τεκμηριώσουμε και να επεξηγήσουμε τα οφέλη που δημιουργεί η ύπαρξη του ευρώ για όλες εκείνες τις χώρες που συμμετέχουν σε αυτό, χωρίς εξαίρεση. Είναι σωστό και απαραίτητο να το κάνουμε με μεγαλύτερη πίστη από αυτή που είχαμε έως τώρα, ενόψει της αναστάτωσης που βιώσαμε κατά τη διάρκεια του δύσκολου 2011. Σε κάποιες περιπτώσεις ήμαστε ένοχοι γιατί διστάσαμε να αντιδράσουμε σε κύματα απόψεων που βασίστηκαν σε λανθασμένες πληροφορίες και στην επικράτηση ασήμαντων εθνικών προκαταλήψεων. Όμως όλα αυτά δεν είναι αρκετά. Χρειάζεται να προσέξουμε δύο άλλα στοιχεία.
Το πρώτο αφορά στη γέννηση του ενιαίου νομίσματος. Αυτό αποφασίστηκε και υιοθετήθηκε στη βάση όχι ενός αφηρημένου μοντέλου, ακολουθώντας ένα ασαφές όραμα ομοσπονδιακής έμπνευσης, αλλά μιας αληθινής εξέλιξης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, σύμφωνα με μια εσωτερική, και μέχρι εκείνη τη στιγμή ώριμη, ανάγκη.
Η εμπειρία από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (EMS) τη δεκαετία του 1980 ήταν αποκαλυπτική. Τα όρια του EMS εμφανίστηκαν καθώς γινόταν πρόοδος προς την πλήρη εφαρμογή των αρχών που εγκρίθηκαν από την ιδρυτική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και την ολοκλήρωση της Ενιαίας Αγοράς.
Το πρόβλημα που διατυπώθηκε από τον Tommaso Padoa Schioppa με τον τύπο της «ασυμβίβαστης τετράδας» γινόταν αναπόφευκτο: ελεύθερο εμπόριο, ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία και αυτόνομες εθνικές νομισματικές και μακροοικονομικές πολιτικές σε ένα σύστημα κυρίαρχων κρατών, δεν μπορούν να συνυπάρξουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο μόνος τρόπος ήταν η μετάβαση –σε μια Ευρώπη που ήδη ολοκληρωνόταν ολοένα και περισσότερο– στη νομισματική ένωση. Αυτή ήταν μια αντικειμενική αναγκαιότητα, η επίγνωση της οποίας σταδιακά αυξανόταν.
Το δεύτερο στοιχείο το οποίο θα ήθελα να προσέξετε είναι το αληθινό περιεχόμενο των πρόσφατων συζητήσεων, που βρίσκονται τώρα σε εξέλιξη εδώ και μήνες, και των περαιτέρω συζητήσεων που θα γίνουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν υπάρχει ουσιαστική επιχειρηματολογία που αμφισβητεί την εγκυρότητα και τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα της απόφασης υιοθέτησης του ευρώ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν λήφθηκε εκείνη η απόφαση, δεν υπήρχε εναλλακτική στη νομισματική ένωση. Και δεν υπάρχει εναλλακτική σήμερα στη συνέχιση αυτή της πορείας του ευρώ. Το αληθινό ζήτημα είναι η σχέση μεταξύ νομισματικής ένωσης και πολιτικής ένωσης: ένα ζήτημα που εκείνοι που βοήθησαν στην προετοιμασία της Συνθήκης του Μάαστριχτ και τις τελικές διαπραγματεύσεις γνώριζαν πολύ καλά. Όμως τι ήταν αυτό που έλειπε τότε και, πάνω απ’ όλα, στη συνέχεια;
Η ιδέα της πολιτικής ένωσης συχνά προκύπτει με ένα κάπως αόριστο τρόπο. Γενικά, η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν αναμφισβήτητα πολιτική στην προέλευση και την ουσία της. Δεν είναι απλή τύχη ότι αρχικά προέκυψε από το στόχο γαλλο-γερμανικής συμφιλίωσης ως προϋπόθεσης για ειρήνη στην Ευρώπη. Στην ουσία, στη διαδρομή των 40 χρόνων της Κοινότητας, αυτή απέκτησε μια διεθνή διάσταση. Απέκτησε ένα μέσο συνεργασίας στην εξωτερική πολιτική και έπαιξε ένα ρόλο, σε καμιά περίπτωση αμελητέο, στον κόσμο των διεθνών σχέσεων. Και, πιο γενικά, στην εξέλιξή της η Κοινότητα ως «οικοδόμημα» απέκτησε πολλές άλλες διαστάσεις που δεν εξυπηρετούν απλά τις ανάγκες της κοινής αγοράς.
Δηλαδή, με τη μεταμόρφωση από Κοινότητα σε Ένωση τέθηκαν νέοι πολιτικοί στόχοι και βρήκαν τη θέση τους στη Συνθήκη του Μάαστριχτ: η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, η ευρωπαϊκή ιδιότητα του πολίτη, ο αυξημένος ρόλος για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όμως το βασικό ζήτημα, η ουσία μιας διαδικασίας πολιτικής ένωσης, τίθεται σε μια περαιτέρω, ανένδοτη επέκταση της κοινής κυριαρχίας, να ασκηθεί από κοινού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μια επέκταση αναφορικά με την κυριαρχία των εθνών κρατών.
Το τολμηρό και εξαιρετικά σημαντικό βήμα μεταβίβασης της νομισματικής κυριαρχίας σε υπερεθνικό επίπεδο έχει γίνει. Όμως ήταν αυτό αρκετό; Ή ήταν τα «συνοδευτικά» μέσα που εξετάστηκαν στη Συνθήκη επαρκή, αναφορικά, συγκεκριμένα, με τους κανόνες που κυβερνούν τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών της ευρωζώνης; Θα μπορούσε να είναι αρκετή μια προσέγγιση που σχεδιάστηκε απλά για να συντονίσει τις εθνικές οικονομικές πολιτικές, όπως εκείνες με τις οποίες επιφορτίστηκε η φιλόδοξη Στρατηγική της Λισσαβόνας –χρόνια μετά το Μάαστριχτ– κι επομένως την καταδίκασαν σε αποτυχία;
Όταν ο Βρετανός υπουργός των Οικονομικών απάντησε στην Έκθεση της Επιτροπής Ντελόρ τον Απρίλιο του 1989 ότι «η νομισματική ένωση στην ουσία θα απαιτούσε πολιτική ένωση και αυτό απλά δεν βρίσκεται στην ατζέντα», αναμφισβήτητα κατανόησε το κρίσιμο σημείο. Εκείνη την εποχή, κάποιοι αμετανόητοι και ειλικρινείς υπέρμαχοι της ενωμένης Ευρώπης επίσης θα προτιμούσαν να αναβάλουν την απόφαση για το ενιαίο νόμισμα προκειμένου να το συνδέσουν σταθερά με τη γέννηση –άμεσα ή έμμεσα– της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας. Όμως, δεδομένου ότι ο χρόνος για τη μετάβαση στη νομισματική ένωση είχε έρθει, αυτή ήταν μια μη ρεαλιστική θέση.
Αυτό που θα μπορούσε καλύτερα να διατυπωθεί ήταν η ταυτόχρονη μετάβαση σε μια νομισματική πολιτική, μια δημοσιονομική και προϋπολογιστική πολιτική και μια μακροοικονομική πολιτική που ανατίθεται σταθερά σε κοινή ευρωπαϊκή κυριαρχία. Και αυτός είναι ο πολιτικός «δεσμός» που πρέπει τώρα να λυθεί. Μόνο προχωρώντας προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να είναι εγγυημένες οι αρχές, οι αξίες και οι στόχοι που θέλουμε. Αυτά είναι: χρηματοπιστωτική σταθερότητα, κοινή ευθύνη και αλληλεγγύη και η ανταγωνιστική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά, σύμφωνα με το όραμα για το οποίο μίλησε πριν από ένα χρόνο η Καγκελάριος Μέρκελ ως το κατάλληλο μοντέλο για μια ενωμένη Ευρώπη. «Ένα μοντέλο για την κοινωνία και έναν τρόπο ζωής», είπε, «που συνδυάζει τη δύναμη της ανταγωνιστικότητας με την κοινωνική ευθύνη.» Και δεν χρειάζεται να σας θυμίσω ως προς αυτό τη σημασία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του οποίου την πεντηκοστή επέτειο γιορτάζουμε.
Όμως, δεν ήρθε η ώρα να αναγνωρίσουμε ότι, αντιμέτωπες με την ελληνική κρίση και την κρίση στην ευρωζώνη, κάποιες χώρες εκδήλωσαν τους τελευταίους μήνες δισταγμό και αντίσταση, δίνοντας μια αίσθηση ότι η αρχή της αλληλεγγύης επισκιάστηκε; Δεν ήρθε ο καιρός να ξεπεράσουμε αυτό που έμοιαζε με ταμπού αναφορικά με τις διάφορες προτάσεις για την εισαγωγή ευρωπαϊκών ομολόγων; Να ξεπεράσουμε επίμονες επιφυλάξεις σχετικά με την υιοθέτηση αποτελεσματικών κανόνων και μέσων επιδίωξης κοινής στρατηγικής ανάπτυξης; Αναφέρομαι στη στρατηγική την οποία η Επιτροπή πρότεινε για το 2020, αλλά της οποίας η υποχρεωτική, αποτελεσματική εφαρμογή πρέπει ακόμα να εξασφαλιστεί.
Και πώς δεν καταφέρνουμε να δούμε την ανυπέρβλητη αντίφαση μεταξύ της ανάγκης για μια σημαντική πρόοδο στη διαδικασία ολοκλήρωσης και στην επιβολή και την παραγωγική ικανότητα μιας ενωμένης Ευρώπης, και, από την άλλη, μιας περιοριστικής προσέγγισης στο έργο των οικονομικών προοπτικών της Ένωσης για την περίοδο από το 2014 έως το 2020; Κάθε ένας από εμάς πρέπει να μελετήσει αυτά τα ερωτήματα.
Για να το θέσω ξεκάθαρα: κάθε κράτος μέλος της ευρωζώνης πρέπει να παίξει το ρόλο του, πρέπει να αναλάβει πλήρως τις ευθύνες του. Και αυτές βεβαιότατα αφορούν την Ιταλία: η κουλτούρα της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας έχει έγκυρους και συνεπείς υποστηρικτές στη χώρα μας στην άσκηση των δημόσιων λειτουργιών μας, αλλά για πολλά χρόνια τώρα δεν κυριαρχεί αυτή η κουλτούρα.
Τώρα, δεν μπορούμε πλέον να ταλαντευόμαστε ενόψει της κατηγορηματικής επιτακτικής ανάγκης για μια ουσιαστική και σταθερή προσπάθεια να μειώσουμε το δημόσιο χρέος μας. Ούτε μπορούμε να ταλαντευόμαστε ενόψει των δομικών μεταρρυθμίσεων που θα στρώσουν το δρόμο για μια νέα, πιο εντατική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Πρόκειται αναμφισβήτητα για σκληρές δοκιμασίες, αλλά χρειάζεται να τις υπερνικήσουμε. Τους τελευταίους μήνες έχουμε ξεκινήσει την προσπάθεια, αλλά πολλά χρειάζεται ακόμα να γίνουν, χωρίς καθυστέρηση. Καμία ιταλική πολιτική δύναμη δεν μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά, ή να ζητάει να κυβερνήσει, χωρίς να δείξει ότι γνωρίζει τις αποφάσεις, αν και δεν είναι δημοφιλείς, που πρέπει να υιοθετηθούν προς το συμφέρον του Έθνους και προς το συμφέρον της Ευρώπης. Ο Guido Carli, διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας από το 1960 έως το 1975, έγραψε αμέσως μετά την υπογραφή του Μάαστριχτ: «η ιταλική πολιτική τάξη δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι, εγκρίνοντας τη Συνθήκη, έχει ήδη δεχτεί μια αλλαγή τέτοιου μεγέθους από την οποία είναι απίθανο να βγει αλώβητη». Τα λόγια του ακόμα και σήμερα ισχύουν.
Ο καθένας από εμάς πρέπει να παίξει το ρόλο του, αλλά μαζί πρέπει να απαντήσουμε στα ερωτήματα –τόσο τα τρέχοντα όσο και τα μελλοντικά– που ανέφερα παραπάνω. Από τη γέννηση και τα πρώτα βήματα του προγράμματος ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η κατανόηση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας έχει παίξει ουσιαστικό ρόλο. Χρειάζεται μόνο να θυμηθούμε, για μία ακόμα φορά, τα ονόματα των Schuman και Adenauer, και μαζί με αυτά τη μεγάλη μορφή, τον Alcide De Gasperi. Ως Ιταλοί, μπορούμε αν υπερηφανευόμαστε για μια μακρά ιστορία διαρκούς, αποφασιστικής υποστήριξης του ευρωπαϊκού προγράμματος, και συνεχίζουμε σήμερα να σεβόμαστε την αναντικατάστατη συμβολή της Γαλλίας και της Γερμανίας –των δύο σπουδαίων Ευρωπαίων φίλων μας– και των ηγετών τους.
Ιδιαίτερα σεβόμαστε, όπως πάντα, την αφοσίωση της Γερμανίας στον ευρωπαϊκό σκοπό, και θαυμάζουμε τις επιτυχίες που πέτυχε, δρώντας ως μια μεγάλη δημοκρατική χώρα, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο και στον τομέα της νομισματικής σταθερότητας. Επίσης κατανοούμε τους ιστορικούς λόγους στους οποίους οφείλεται η δέσμευση της Γερμανίας σε αυτόν το σημαντικό πυλώνα. Σε ένα πνεύμα φιλίας, εκφράζουμε την ανησυχία μας για μια εμφανή απροθυμία να δεχτεί περαιτέρω, και μέχρι τώρα αναπόφευκτες, μεταβιβάσεις κυριαρχίας –και επομένως επίσης πλειοψηφικών αποφάσεων– σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εξάλλου, τόσο η Γερμανίδα Καγκελάριος όσο και ο Γάλλος Πρόεδρος πρόσφατα έκαναν προτάσεις που ακολούθως μεταφράστηκαν, εν μέρει, στο Σύμφωνο του Ευρώ (Euro Plus Pact). Αυτές μπορούν να γκρεμίσουν το δύσκαμπτο διαχωριστικό όριο που ζητήθηκε στην πρόσφατη Συνθήκη προκειμένου να προστατευτούν οι δικαιοδοσίες των κρατών από μια προοδευτική επέκταση εκείνων της Ένωσης.
Οι ηγέτες όλων των χωρών πρέπει να κατανοήσουν από κοινού ότι είναι υποχρεωτικό να αφήσουμε πίσω μας εκείνα τα όρια που παρέμειναν όχι απλά στη Συνταγματική Συνθήκη που απορρίφθηκε, αλλά επίσης, και ακόμα περισσότερο, στη Συνθήκη της Λισσαβόνας που την ακολούθησε.
Η ανάγκη για «περισσότερη Ευρώπη» εκφράστηκε ομόφωνα σε μια σειρά επικλήσεων, κάποιες από τις οποίες ακολουθήθηκαν από πολλές συγκεκριμένες προτάσεις, που παρουσιάστηκαν από έμπειρους και έγκυρους Ευρωπαίους. Έγινε για πάντα σαφές ότι σε έναν κόσμο που κλυδωνίζεται από την κρίση που τώρα βιώνουμε, καμία ευρωπαϊκή χώρα, ούτε η μεγαλύτερη ούτε η πιο ικανή, δεν μπορεί «να σωθεί μόνη της» ή να παίξει ένα σημαντικό ρόλο χρησιμοποιώντας τις δικές της και μόνο δυνάμεις.
Αυτή η έκκληση για «περισσότερη Ευρώπη», αντίθετα προς μια αναμφισβήτητη τάση των κρατών να κοιτούν προς το εσωτερικό παρά προς το εξωτερικό, αν όχι και να σκέφτονται εθνικιστικά, απαιτεί την άσκηση μεγαλύτερων εξουσιών λήψης αποφάσεων από τους θεσμούς της Ένωσης. Τέτοιες εξουσίες θα πρέπει να ασκούνται σε ένα κλίμα αμοιβαίου σεβασμού και ανανεωμένης συλλογικής δράσης, πέρα από προτάσεις συγκεκριμένων κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια της διαμόρφωσης οδηγιών και αποφάσεων.
Για το Συμβούλιο, η συλλογική δράση εξαρτάται από την εγγύηση που παρέχεται από τον «μόνιμο» Πρόεδρο που ορίστηκε από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Για την Επιτροπή, και πάλι περιστρέφεται γύρω από το ρόλο του Προέδρου. Η δεύτερη, ωστόσο, σίγουρα θα ευνοούνταν από μία μεταρρύθμιση –στα χρόνια μετά το 2014– μέσω της οποίας νέα κριτήρια θα υιοθετούνταν για μια πιο περιορισμένη σύνθεση της Επιτροπής, που δεν εξαρτάται από εθνική επιρροή.
Η μέθοδος της Επιτροπής –η οποία βλέπει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ηγετικό ρόλο, επί ίσοις όροις– παραμένει ασυμβίβαστη με οποιονδήποτε διακυβερνητικό υπαινιγμό. Ωστόσο, παρέχει επαρκή χώρο για τη «συντονισμένη δράση από κράτη μέλη» την οποία τόνισε η Γερμανίδα Καγκελάριος. Το βασικό σημείο είναι να μην υπονομευτούν οι λειτουργίες των πολύ ορθά υπερεθνικών θεσμών, της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου.
Πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποφύγουμε να τροφοδοτήσουμε μια παραπλανητική διαφωνία σχετικά με την προοπτική ενός τρομερού ευρωπαϊκού «Υπερ-Κράτους», ενός νέου Λεβιάθαν. Το αποτέλεσμα για το οποίο θα έπρεπε να εργαστούμε δεν αποτελεί ένα αντίγραφο του ιστορικού μοντέλου των ευρωπαϊκών εθνών, αυτού που είναι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ένα συγκεντρωτικό και έντονα γραφειοκρατικό κράτος. Αντίθετα, θα πρέπει να αγωνιστούμε για ένα πιο σύνθετο και πολυσχιδές, πολυεπίπεδο οικοδόμημα, που ρυθμίζεται από μια ευέλικτη αρχή διοικητικής αποκέντρωσης.
Ωστόσο, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε αν χρειαζόμαστε μια νέα Συνθήκη για μια πιο σταθερή από κοινού κυριαρχία και εξουσίες λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Ένωσης. Το ερώτημα δεν είναι ανεδαφικό και δεν μπορεί απλά να μπει στην άκρη.
Η προσωπική μου εμπειρία από τη Συνταγματική Συνθήκη, παρά τις διορθώσεις από την IGC, «που θάφτηκε με δημοψήφισμα», καθώς και η μνήμη της μακράς, αποδυναμωτικής περιόδου επικύρωσης μέχρι την υποβολή της Συνθήκης της Λισαβόνας, με αναγκάζει να προτείνω να δώσουμε στο ερώτημα την πιο μεγάλη μας προσοχή.
Χρειάζεται προσεκτικά να περιορίσουμε εκείνα τα στοιχεία της Συνθήκης που πρέπει να αναθεωρηθούν και, πάνω απ’ όλα, προσπαθώντας να ξεπεράσουμε τον περιορισμό της ομοφωνίας στη διαδικασία επικύρωσης. Υπάρχει ακόμα ο κίνδυνος, ξεκινώντας να δουλεύουμε σε μια νέα Συνθήκη, να δημιουργήσουμε ένα κενό ή να μπούμε σε μία κατάσταση καθυστερημένης δράσης. Αντίθετα, μπορούμε και πρέπει να εργαστούμε πρώτα και κύρια, και άμεσα, για να αρπάξουμε τις ευκαιρίες στην υπάρχουσα Συνθήκη, πάνω απ’ όλα να ενισχύσουμε τους κανόνες προϋπολογισμού και την επιτήρηση των τάσεων οικονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη.
Συμπερασματικά, ας συγκεντρωθούμε στο τι χρειάζεται να γίνει τώρα. Ωστόσο, ταυτόχρονα, ας προσπαθήσουμε να διευρύνουμε το όραμά μας προκειμένου να παρουσιάσουμε την ευρωπαϊκή συζήτηση στις νεότερες γενιές με νέο και ανανεωμένο τρόπο.
Δεν θα αφήσουμε το ευρώ να δεχτεί κερδοσκοπικές επιθέσεις και να πέσει σε κύματα πανικού στις χρηματοπιστωτικές αγορές: κανένας δεν θα πρέπει να αμφιβάλλει γι’ αυτό. Και κανένας δεν πρέπει να σκεφτεί ότι παρακολουθεί το ασταθές βάδισμα ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Τα τελευταία 10 χρόνια έχει αποκτήσει, μέσω του ευρώ, ένα νέο, ουσιαστικό πυλώνα και μια πηγή δύναμης.
---
Το κείμενο παρατίθεται στη ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ από τον Π. Παπασαραντόπουλο
Όπως συνηθίζεται, το ακαδημαϊκό έτος που ξεκινάει σήμερα αφιερώνεται σε μια παγκοσμίως γνωστή μορφή και σε έναν επιστημονικό κλάδο σημαντικού ενδιαφέροντος. Για το 2011-2012, αυτή η μορφή είναι η Μαρία Κιουρί και ο επιστημονικός κλάδος ενδιαφέροντος είναι αυτός που εκπροσωπεί για την επιστημονική έρευνα και το ρόλο των γυναικών. Επιτρέψτε μου να αναφέρω στο ίδιο πνεύμα ένα ιταλικό όνομα, αυτό της σπουδαίας επιστήμονα και Νικήτριας του Βραβείου Νόμπελ, Rita Levi Montalcini, και της πολιτικής δέσμευσης και στήριξής της στον αγώνα για τις γυναίκες της Αφρικής. Μιας δέσμευσης που αναγνωρίστηκε ήδη πριν από μερικά χρόνια με το διορισμό της ως δια βίου Γερουσιάστριας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Δέχτηκα την πρόσκληση να μιλήσω εδώ σήμερα όχι απλά ως μια τιμή, αλλά, επαναλαμβάνω και υπογραμμίζω, ως μια σημαντική και ευαίσθητη δέσμευση με σεβασμό στους καιρούς, ή θα έπρεπε να πω σε αυτή τη δύσκολη ιστορική περίοδο, που βιώνει η Ευρώπη, και εκ μέρους της η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εδώ και πολλούς μήνες τώρα το «Ευρωπαϊκό ζήτημα» κυριαρχεί σε καθημερινή βάση στην πολιτική επικοινωνία, τις οικονομικές ειδήσεις και την προσοχή των πολιτών και των νοικοκυριών, σε όλες τις χώρες. Είναι παρόν και κυρίαρχο υπό κρίσιμους όρους, σε σχέση με τις σταθερά αυξανόμενες ανησυχίες μας αναφορικά με τις αβεβαιότητες της καθημερινής μας ζωής και του κοινού μας μέλλοντος και της μοίρας μας. Ωστόσο, εξίσου διάχυτη, ενδεχομένως όσο ποτέ πριν, είναι η αίσθηση αυτού που μας συνδέει, αυτού που συνδέει τις κοινωνίες μας και τους λαούς μας σε όλη την Ευρώπη που, βήμα βήμα, έχει ενωθεί σε μια άνευ προηγουμένου διαδικασία δημοκρατικής ολοκλήρωσης.
Επομένως, προκύπτει η ευθύνη –που όλοι έχουμε από κοινού– να αδράξουμε την ευκαιρία που μας παρουσιάζεται από τις αιφνίδιες και δραματικές εξελίξεις στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, ένα περιβάλλον που δεν είναι μόνο ευρωπαϊκό. Μια ευθύνη να εξηγηθούμε ο ένας στον άλλο, να στοχαστούμε το παρελθόν και το παρόν. Χρειάζεται πρώτα να φωτίσουμε την πρόοδο που έγινε στο τολμηρό σχέδιο που ανακοινώθηκε το Μάιο του 1950. Αυτό είναι αναγκαίο ιδιαίτερα σήμερα, επειδή η γενιά μας είναι η τελευταία που έζησε την τραγωδία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου που εξαπολύθηκε στις χώρες μας, που ήταν ήδη ρημαγμένες από τον Πρώτο, Μεγάλο Πόλεμο. Η δική μου είναι η τελευταία γενιά που διατήρησε μνήμες των μοιραίων διχασμών και της καταστροφής από τις οποίες έπρεπε να αναστηθούμε για ακόμα μία φορά.
Και τώρα, μετά από περισσότερο από μισό αιώνα ενότητας και διαρκούς προόδου, χρειάζεται να συλλογιστούμε, σε μια καθαρή και πειστική σχέση με τους πολίτες μας, την κρίση που σαρώνει την Ευρωζώνη. Και χρειάζεται να τους δώσουμε πειστικές απαντήσεις.
Ουσιαστικά, χρειάζεται να μεταφέρουμε με σαφήνεια στην κοινή γνώμη απλά αυτό που διακυβεύεται στην ήπειρό μας. Και όχι απλά στην ήπειρό μας. Πρόσφατα σχόλια από μη Ευρωπαίους σχετικά με τους κινδύνους που μπορούν να θέσουν οι δυσκολίες μας για ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία, κατά κάποιο τρόπο, συνιστούν μια αντικειμενική αναγνώριση της σπουδαιότητας της Ευρώπης στο σημερινό κόσμο, παρόλο που η εικόνα έχει ριζικά αλλάξει ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης διαδικασίας μεταμόρφωσης και παγκοσμιοποίησης.
Η σκέψη, δηλαδή να εξετάσουμε τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον, που σας προτρέπω να κάνετε σήμερα εδώ, δεν παραβλέπει τις προσταγές του παρόντος. Ούτε παραβλέπει τις επιλογές που καλούνται να κάνουν τώρα η Ευρώπη και οι θεσμοί της, σχεδόν –αν θέλετε– σε καθημερινή βάση. Διατηρώ το μεγαλύτερο σεβασμό για την προσπάθεια που γίνεται από τους Αρχηγούς των κρατών και των κυβερνήσεων, τους ηγέτες των ευρωπαϊκών θεσμών, αυτούς που χαράσσουν πολιτική και λαμβάνουν αποφάσεις, ενόψει των διλημμάτων που αντιμετωπίζουν από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση στην Ευρωζώνη.
Σήμερα που σας μιλάω δεν είμαι πλέον μέλος των τάξεών τους, είμαι Αρχηγός Κράτους χωρίς εκτελεστικές εξουσίες, αλλά γνωρίζω την προσπάθεια που ενέχεται στην επιλογή και δράση. Ωστόσο αισθάνομαι ότι μοιράζομαι την ευθύνη, για το καλό και το κακό, για αυτό που βιώνει η Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες. Αισθάνομαι το βάρος της κοινής ευθύνης σε σχέση με τις θέσεις στις οποίες υπηρέτησα στο παρελθόν –στο Ιταλικό και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για σύντομο διάστημα, στην ιταλική κυβέρνηση και για πολύ μεγαλύτερο διάστημα, στην πολιτική και πολιτισμική κίνηση για την ευρωπαϊκή ενότητα. Επομένως, ελπίζω ότι θα κατανοήσετε το πνεύμα –ούτε εριστικό ούτε δασκαλίστικο– των σημαντικών εκτιμήσεων που θα κάνω εδώ σήμερα.
Δεν θα μείνω εδώ στη διαδρομή που οδήγησε στην κρίση της Ευρωζώνης, δηλαδή, στη χρηματοπιστωτική κρίση που προκλήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα από την κατάρρευση της Lehman Brothers το Σεπτέμβριο του 2008. Μία κρίση που ζυμώνεται εδώ και ενάμιση χρόνο και έχει χωρίς αμφιβολία τις ρίζες της, και έχει επομένως εισχωρήσει βαθιά, στην πραγματική οικονομία.
Οι απόψεις, που είναι δύσκολο να τις αμφισβητήσεις, σχετικά με τις πραγματικές και βασικές αιτίες της παγκόσμιας κρίσης είναι γνωστές: το εξωτερικό χρέος της πιο προηγμένης οικονομίας του κόσμου, η αύξηση, για πολλά χρόνια –στις Ηνωμένες Πολιτείες– των δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών που ξεπέρασαν το εισόδημα στον έναν ή των άλλο τομέα, με επίπτωση την τροφοδότηση της «ανάπτυξης χωρίς αποθεματικά», και οι επακόλουθες ανώμαλες παγκόσμιες ασυμμετρίες.
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να υπογραμμίσω –και θα περιοριστώ σε αυτό– έναν παράγοντα που καταδεικνύεται ως ένα από τα σημαντικά στοιχεία που σε διάστημα αρκετών δεκαετιών έχει φτάσει να υπονομεύει το διεθνές οικονομικό σύστημα: την παραπλανητική υπόθεση ότι οι αγορές γενικά, και οι χρηματοπιστωτικές αγορές συγκεκριμένα, έχουν τη δυνατότητα αυτορρύθμισης και επομένως δεν χρειάζονται δημόσια ρύθμιση.
Ακριβώς παρατηρώντας τη ζημία που προκλήθηκε και τον κίνδυνο που δημιουργήθηκε από αυτή την υπόθεση, οι κυβερνήσεις σε όλες τις ηπείρους κατανόησαν την ανάγκη να θέσουν ένα νέο σύστημα κανόνων που είναι ικανοί να καθιερώσουν μια αποτελεσματική παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση. Αυτό είναι το έργο που έχει αναλάβει ένας νεοσύστατος θεσμός, η ομάδα των 20 (G20), και για το οποίο συνεχίζει να εργάζεται, μολονότι όχι χωρίς δυσκολίες και αντιφάσεις.
Για την Ευρώπη, το ζήτημα παρουσιάζεται υπό μοναδικούς όρους: δηλαδή, είναι επίσης ένα εσωτερικό ζήτημα εγγενές στην ανάπτυξη της διαδικασίας ολοκλήρωσης στην οποία προχωρήσαμε μέχρι τώρα, στην οποία υπάρχει ένα λειτουργικό σύστημα κοινών θεσμών και κανόνων, αλλά χρειάζεται να αναθεωρηθεί και να ενισχυθεί. Γύρω από αυτή την έντονη ανάγκη περιστρέφεται η προβληματική και έντονη συζήτηση που προέκυψε από την ελληνική κρίση, από τις κρίσεις στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, αλλά επίσης από τις εντάσεις και τους κινδύνους που έπληξαν την Ισπανία και την Ιταλία σε σχέση με τις κρίσεις κυρίαρχου χρέους. Σε αυτή τη συζήτηση αποσκοπώ, η οποία διεξάγεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωζώνη και τις διάφορες θεσμικές της εκφράσεις.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν αντιδράσει, και συνεχίζουν να αντιδρούν, σε αυτά τα γεγονότα με ασυνήθιστα μέτρα και σημαντικές καινοτομίες. Ένα παράδειγμα είναι η δημιουργία τριών νέων εποπτικών αρχών με πιο σημαντική τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Αυτή θα ολοκληρωθεί το 2013 με έναν μόνιμο μηχανισμό που θα επιδιώκει τους ίδιους στόχους με ένα συστηματικό και μακροπρόθεσμο τρόπο. Η συμβολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας –που περιλαμβάνει, σε κάποιες περιπτώσεις, την κάλυψη πολιτικών και θεσμικών κενών– πρέπει να εκτιμηθεί.
Δεν μπορώ να καταλήξω σε συμπεράσματα –εξάλλου δεν αποτελεί κάτι τέτοιο μέρος της αποστολής μου– σχετικά με όλες τις αποφάσεις και τις παρεμβάσεις των οποίων η πρόοδος σηματοδοτήθηκε από συναντήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, μαζί με το Eurogroup, για παράδειγμα, στις 20 Ιουλίου αυτού του χρόνου και ξανά τις προηγούμενες ημέρες.
Επίσης, χρειάζεται να θυμόμαστε το σημαντικό νομοθετικό πακέτο σχετικά με την οικονομική διακυβέρνηση που εγκρίθηκε από κοινού από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο. Η προσφώνησή μου σήμερα απλά περιλαμβάνει έναν αριθμό παρατηρήσεων σχετικά με αβεβαιότητες και διαφωνίες που χαρακτήρισαν την πορεία που ακολούθησε η Ένωση το 2011 και το οποίο αφορά σε υποκείμενα άλυτα προβλήματα σε σχέση με το κοινό ευρωπαϊκό πρόγραμμα και το μέλλον του.
Το μεγάλο ερώτημα είναι τι αντιπροσωπεύει η απόφαση να υιοθετηθεί το κοινό νόμισμα –επομένως, η γέννηση του ευρώ. Είναι επίσης, και πιο γενικά, τι θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, κάτι που δεν έγινε.
Εκείνη η συνθήκη αντιπροσώπευε μια ιστορική εξέλιξη –και παραμένει ορόσημο– στην ευρωπαϊκή διαδικασία ολοκλήρωσης. Η απόφαση να υιοθετηθεί ένα κοινό νόμισμα αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα εκείνης της διαδικασίας, αλλά ένα τμήμα που δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ευρύτερο συνολικό πλαίσιο. Τα πολλά χρόνια που οδήγησαν στο Μάαστριχτ –και ποτέ πριν ή από τότε δεν υπήρξε μια ευρωπαϊκή συνθήκη που προετοιμάστηκε πιο προσεχτικά, σταδιακά μετά από εξέταση και συζήτηση– και οι τελικές αποφάσεις που λήφθηκαν με τόση προσπάθεια, φέρουν το στίγμα της διορατικής ηγεσίας των κρατών μελών της εποχής και πάνω από όλα των τριών σημαντικών ιδρυτικών χωρών.
Για την Ιταλία, μπορούμε να παραθέσουμε τα πρόσωπα της κυβέρνησης που ήταν επικεφαλής στην εξάμηνη Προεδρία της ΕΕ στο δεύτερο μισό του 1990 και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της Συνθήκης. Θα ήθελα συγκεκριμένα να θυμίσω τον Guido Carli, καθώς και σημαντικούς διπλωμάτες και δημόσιους λειτουργούς ολκής, όπως οι Carlo Ciampi, Tommaso Padoa Schioppa, Mario Sarcinelli, and Mario Draghi. Για τη Γερμανία, περισσότερο από οποιονδήποτε έχουμε τον Χέλμουτ Κολ, ο οποίος κατανόησε με εξαιρετική σαφήνεια και θάρρος την ανάγκη να συνδέσει τη γερμανική επανένωση, η οποία είχε γίνει μια φιλοδοξία επιτεύξιμη, με μια σημαντική πρόοδο στην πορεία προς την οικονομική-νομισματική και πολιτική ένωση της Ευρώπης. Και για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ας θυμηθούμε τον Πρόεδρο Ζακ Ντελόρ, δημιουργό της αποφασιστικής Έκθεσης του 1989.
Στο Μάαστριχτ, το έργο και η κληρονομιά των τριών Κοινοτήτων που προϋπήρχαν αποτέλεσαν τη βάση για τη γέννηση η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή αποτέλεσε με βεβαιότητα όχι απλά μια αλλαγή σημειολογική. Αποτέλεσε μια πολιτική αλλαγή, και μια αποφασιστική επέκταση οριζόντων και στόχων. Στο επίκεντρο, κυρίως, βρισκόταν η επικείμενη προοπτική της εισαγωγής του ενιαίου νομίσματος και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το μεγάλο πρόγραμμα ολοκλήρωσης διατυπώθηκε για πρώτη φορά το Μάιο του 1950 και ξεκίνησε το 1951-52 όταν η συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) υπογράφηκε και τέθηκε σε ισχύ. Με το Μάαστριχτ έφτασε σε ένα επίπεδο και βάθος ιστορικής επισήμανσης, μεταβιβάζοντας τη νομισματική κυριαρχία –μια ιδιότητα που, όπως το σπαθί, όπως ο στρατός, ήταν σε κάθε δόγμα αποκλειστικότητα των εθνών κρατών– σε υπερεθνικό επίπεδο. Όταν σήμερα όσοι από εμάς είχαν θεσμικούς ή κυβερνητικούς ρόλους στην Ένωση λένε ηχηρά ότι το ευρώ αποτελεί ζωτικής σημασίας πυλώνα της ενωμένης Ευρώπης, αναφέρονται πρώτα και κύρια στην ιστορική αξία της εισαγωγής του στο πνεύμα μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης. Αξίες που θα εκτιμούσε ο Altiero Spinelli, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, αν ήταν ακόμα ζωντανός, επιστεγάζοντας τις προφητικές του προσπάθειες.
Για να υποστηρίξουμε αυτή τη δήλωση, πρέπει μόνο να τεκμηριώσουμε και να επεξηγήσουμε τα οφέλη που δημιουργεί η ύπαρξη του ευρώ για όλες εκείνες τις χώρες που συμμετέχουν σε αυτό, χωρίς εξαίρεση. Είναι σωστό και απαραίτητο να το κάνουμε με μεγαλύτερη πίστη από αυτή που είχαμε έως τώρα, ενόψει της αναστάτωσης που βιώσαμε κατά τη διάρκεια του δύσκολου 2011. Σε κάποιες περιπτώσεις ήμαστε ένοχοι γιατί διστάσαμε να αντιδράσουμε σε κύματα απόψεων που βασίστηκαν σε λανθασμένες πληροφορίες και στην επικράτηση ασήμαντων εθνικών προκαταλήψεων. Όμως όλα αυτά δεν είναι αρκετά. Χρειάζεται να προσέξουμε δύο άλλα στοιχεία.
Το πρώτο αφορά στη γέννηση του ενιαίου νομίσματος. Αυτό αποφασίστηκε και υιοθετήθηκε στη βάση όχι ενός αφηρημένου μοντέλου, ακολουθώντας ένα ασαφές όραμα ομοσπονδιακής έμπνευσης, αλλά μιας αληθινής εξέλιξης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, σύμφωνα με μια εσωτερική, και μέχρι εκείνη τη στιγμή ώριμη, ανάγκη.
Η εμπειρία από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (EMS) τη δεκαετία του 1980 ήταν αποκαλυπτική. Τα όρια του EMS εμφανίστηκαν καθώς γινόταν πρόοδος προς την πλήρη εφαρμογή των αρχών που εγκρίθηκαν από την ιδρυτική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και την ολοκλήρωση της Ενιαίας Αγοράς.
Το πρόβλημα που διατυπώθηκε από τον Tommaso Padoa Schioppa με τον τύπο της «ασυμβίβαστης τετράδας» γινόταν αναπόφευκτο: ελεύθερο εμπόριο, ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία και αυτόνομες εθνικές νομισματικές και μακροοικονομικές πολιτικές σε ένα σύστημα κυρίαρχων κρατών, δεν μπορούν να συνυπάρξουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο μόνος τρόπος ήταν η μετάβαση –σε μια Ευρώπη που ήδη ολοκληρωνόταν ολοένα και περισσότερο– στη νομισματική ένωση. Αυτή ήταν μια αντικειμενική αναγκαιότητα, η επίγνωση της οποίας σταδιακά αυξανόταν.
Το δεύτερο στοιχείο το οποίο θα ήθελα να προσέξετε είναι το αληθινό περιεχόμενο των πρόσφατων συζητήσεων, που βρίσκονται τώρα σε εξέλιξη εδώ και μήνες, και των περαιτέρω συζητήσεων που θα γίνουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν υπάρχει ουσιαστική επιχειρηματολογία που αμφισβητεί την εγκυρότητα και τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα της απόφασης υιοθέτησης του ευρώ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν λήφθηκε εκείνη η απόφαση, δεν υπήρχε εναλλακτική στη νομισματική ένωση. Και δεν υπάρχει εναλλακτική σήμερα στη συνέχιση αυτή της πορείας του ευρώ. Το αληθινό ζήτημα είναι η σχέση μεταξύ νομισματικής ένωσης και πολιτικής ένωσης: ένα ζήτημα που εκείνοι που βοήθησαν στην προετοιμασία της Συνθήκης του Μάαστριχτ και τις τελικές διαπραγματεύσεις γνώριζαν πολύ καλά. Όμως τι ήταν αυτό που έλειπε τότε και, πάνω απ’ όλα, στη συνέχεια;
Η ιδέα της πολιτικής ένωσης συχνά προκύπτει με ένα κάπως αόριστο τρόπο. Γενικά, η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν αναμφισβήτητα πολιτική στην προέλευση και την ουσία της. Δεν είναι απλή τύχη ότι αρχικά προέκυψε από το στόχο γαλλο-γερμανικής συμφιλίωσης ως προϋπόθεσης για ειρήνη στην Ευρώπη. Στην ουσία, στη διαδρομή των 40 χρόνων της Κοινότητας, αυτή απέκτησε μια διεθνή διάσταση. Απέκτησε ένα μέσο συνεργασίας στην εξωτερική πολιτική και έπαιξε ένα ρόλο, σε καμιά περίπτωση αμελητέο, στον κόσμο των διεθνών σχέσεων. Και, πιο γενικά, στην εξέλιξή της η Κοινότητα ως «οικοδόμημα» απέκτησε πολλές άλλες διαστάσεις που δεν εξυπηρετούν απλά τις ανάγκες της κοινής αγοράς.
Δηλαδή, με τη μεταμόρφωση από Κοινότητα σε Ένωση τέθηκαν νέοι πολιτικοί στόχοι και βρήκαν τη θέση τους στη Συνθήκη του Μάαστριχτ: η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, η ευρωπαϊκή ιδιότητα του πολίτη, ο αυξημένος ρόλος για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όμως το βασικό ζήτημα, η ουσία μιας διαδικασίας πολιτικής ένωσης, τίθεται σε μια περαιτέρω, ανένδοτη επέκταση της κοινής κυριαρχίας, να ασκηθεί από κοινού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μια επέκταση αναφορικά με την κυριαρχία των εθνών κρατών.
Το τολμηρό και εξαιρετικά σημαντικό βήμα μεταβίβασης της νομισματικής κυριαρχίας σε υπερεθνικό επίπεδο έχει γίνει. Όμως ήταν αυτό αρκετό; Ή ήταν τα «συνοδευτικά» μέσα που εξετάστηκαν στη Συνθήκη επαρκή, αναφορικά, συγκεκριμένα, με τους κανόνες που κυβερνούν τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών της ευρωζώνης; Θα μπορούσε να είναι αρκετή μια προσέγγιση που σχεδιάστηκε απλά για να συντονίσει τις εθνικές οικονομικές πολιτικές, όπως εκείνες με τις οποίες επιφορτίστηκε η φιλόδοξη Στρατηγική της Λισσαβόνας –χρόνια μετά το Μάαστριχτ– κι επομένως την καταδίκασαν σε αποτυχία;
Όταν ο Βρετανός υπουργός των Οικονομικών απάντησε στην Έκθεση της Επιτροπής Ντελόρ τον Απρίλιο του 1989 ότι «η νομισματική ένωση στην ουσία θα απαιτούσε πολιτική ένωση και αυτό απλά δεν βρίσκεται στην ατζέντα», αναμφισβήτητα κατανόησε το κρίσιμο σημείο. Εκείνη την εποχή, κάποιοι αμετανόητοι και ειλικρινείς υπέρμαχοι της ενωμένης Ευρώπης επίσης θα προτιμούσαν να αναβάλουν την απόφαση για το ενιαίο νόμισμα προκειμένου να το συνδέσουν σταθερά με τη γέννηση –άμεσα ή έμμεσα– της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας. Όμως, δεδομένου ότι ο χρόνος για τη μετάβαση στη νομισματική ένωση είχε έρθει, αυτή ήταν μια μη ρεαλιστική θέση.
Αυτό που θα μπορούσε καλύτερα να διατυπωθεί ήταν η ταυτόχρονη μετάβαση σε μια νομισματική πολιτική, μια δημοσιονομική και προϋπολογιστική πολιτική και μια μακροοικονομική πολιτική που ανατίθεται σταθερά σε κοινή ευρωπαϊκή κυριαρχία. Και αυτός είναι ο πολιτικός «δεσμός» που πρέπει τώρα να λυθεί. Μόνο προχωρώντας προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να είναι εγγυημένες οι αρχές, οι αξίες και οι στόχοι που θέλουμε. Αυτά είναι: χρηματοπιστωτική σταθερότητα, κοινή ευθύνη και αλληλεγγύη και η ανταγωνιστική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά, σύμφωνα με το όραμα για το οποίο μίλησε πριν από ένα χρόνο η Καγκελάριος Μέρκελ ως το κατάλληλο μοντέλο για μια ενωμένη Ευρώπη. «Ένα μοντέλο για την κοινωνία και έναν τρόπο ζωής», είπε, «που συνδυάζει τη δύναμη της ανταγωνιστικότητας με την κοινωνική ευθύνη.» Και δεν χρειάζεται να σας θυμίσω ως προς αυτό τη σημασία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του οποίου την πεντηκοστή επέτειο γιορτάζουμε.
Όμως, δεν ήρθε η ώρα να αναγνωρίσουμε ότι, αντιμέτωπες με την ελληνική κρίση και την κρίση στην ευρωζώνη, κάποιες χώρες εκδήλωσαν τους τελευταίους μήνες δισταγμό και αντίσταση, δίνοντας μια αίσθηση ότι η αρχή της αλληλεγγύης επισκιάστηκε; Δεν ήρθε ο καιρός να ξεπεράσουμε αυτό που έμοιαζε με ταμπού αναφορικά με τις διάφορες προτάσεις για την εισαγωγή ευρωπαϊκών ομολόγων; Να ξεπεράσουμε επίμονες επιφυλάξεις σχετικά με την υιοθέτηση αποτελεσματικών κανόνων και μέσων επιδίωξης κοινής στρατηγικής ανάπτυξης; Αναφέρομαι στη στρατηγική την οποία η Επιτροπή πρότεινε για το 2020, αλλά της οποίας η υποχρεωτική, αποτελεσματική εφαρμογή πρέπει ακόμα να εξασφαλιστεί.
Και πώς δεν καταφέρνουμε να δούμε την ανυπέρβλητη αντίφαση μεταξύ της ανάγκης για μια σημαντική πρόοδο στη διαδικασία ολοκλήρωσης και στην επιβολή και την παραγωγική ικανότητα μιας ενωμένης Ευρώπης, και, από την άλλη, μιας περιοριστικής προσέγγισης στο έργο των οικονομικών προοπτικών της Ένωσης για την περίοδο από το 2014 έως το 2020; Κάθε ένας από εμάς πρέπει να μελετήσει αυτά τα ερωτήματα.
Για να το θέσω ξεκάθαρα: κάθε κράτος μέλος της ευρωζώνης πρέπει να παίξει το ρόλο του, πρέπει να αναλάβει πλήρως τις ευθύνες του. Και αυτές βεβαιότατα αφορούν την Ιταλία: η κουλτούρα της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας έχει έγκυρους και συνεπείς υποστηρικτές στη χώρα μας στην άσκηση των δημόσιων λειτουργιών μας, αλλά για πολλά χρόνια τώρα δεν κυριαρχεί αυτή η κουλτούρα.
Τώρα, δεν μπορούμε πλέον να ταλαντευόμαστε ενόψει της κατηγορηματικής επιτακτικής ανάγκης για μια ουσιαστική και σταθερή προσπάθεια να μειώσουμε το δημόσιο χρέος μας. Ούτε μπορούμε να ταλαντευόμαστε ενόψει των δομικών μεταρρυθμίσεων που θα στρώσουν το δρόμο για μια νέα, πιο εντατική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Πρόκειται αναμφισβήτητα για σκληρές δοκιμασίες, αλλά χρειάζεται να τις υπερνικήσουμε. Τους τελευταίους μήνες έχουμε ξεκινήσει την προσπάθεια, αλλά πολλά χρειάζεται ακόμα να γίνουν, χωρίς καθυστέρηση. Καμία ιταλική πολιτική δύναμη δεν μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά, ή να ζητάει να κυβερνήσει, χωρίς να δείξει ότι γνωρίζει τις αποφάσεις, αν και δεν είναι δημοφιλείς, που πρέπει να υιοθετηθούν προς το συμφέρον του Έθνους και προς το συμφέρον της Ευρώπης. Ο Guido Carli, διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας από το 1960 έως το 1975, έγραψε αμέσως μετά την υπογραφή του Μάαστριχτ: «η ιταλική πολιτική τάξη δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι, εγκρίνοντας τη Συνθήκη, έχει ήδη δεχτεί μια αλλαγή τέτοιου μεγέθους από την οποία είναι απίθανο να βγει αλώβητη». Τα λόγια του ακόμα και σήμερα ισχύουν.
Ο καθένας από εμάς πρέπει να παίξει το ρόλο του, αλλά μαζί πρέπει να απαντήσουμε στα ερωτήματα –τόσο τα τρέχοντα όσο και τα μελλοντικά– που ανέφερα παραπάνω. Από τη γέννηση και τα πρώτα βήματα του προγράμματος ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η κατανόηση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας έχει παίξει ουσιαστικό ρόλο. Χρειάζεται μόνο να θυμηθούμε, για μία ακόμα φορά, τα ονόματα των Schuman και Adenauer, και μαζί με αυτά τη μεγάλη μορφή, τον Alcide De Gasperi. Ως Ιταλοί, μπορούμε αν υπερηφανευόμαστε για μια μακρά ιστορία διαρκούς, αποφασιστικής υποστήριξης του ευρωπαϊκού προγράμματος, και συνεχίζουμε σήμερα να σεβόμαστε την αναντικατάστατη συμβολή της Γαλλίας και της Γερμανίας –των δύο σπουδαίων Ευρωπαίων φίλων μας– και των ηγετών τους.
Ιδιαίτερα σεβόμαστε, όπως πάντα, την αφοσίωση της Γερμανίας στον ευρωπαϊκό σκοπό, και θαυμάζουμε τις επιτυχίες που πέτυχε, δρώντας ως μια μεγάλη δημοκρατική χώρα, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο και στον τομέα της νομισματικής σταθερότητας. Επίσης κατανοούμε τους ιστορικούς λόγους στους οποίους οφείλεται η δέσμευση της Γερμανίας σε αυτόν το σημαντικό πυλώνα. Σε ένα πνεύμα φιλίας, εκφράζουμε την ανησυχία μας για μια εμφανή απροθυμία να δεχτεί περαιτέρω, και μέχρι τώρα αναπόφευκτες, μεταβιβάσεις κυριαρχίας –και επομένως επίσης πλειοψηφικών αποφάσεων– σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εξάλλου, τόσο η Γερμανίδα Καγκελάριος όσο και ο Γάλλος Πρόεδρος πρόσφατα έκαναν προτάσεις που ακολούθως μεταφράστηκαν, εν μέρει, στο Σύμφωνο του Ευρώ (Euro Plus Pact). Αυτές μπορούν να γκρεμίσουν το δύσκαμπτο διαχωριστικό όριο που ζητήθηκε στην πρόσφατη Συνθήκη προκειμένου να προστατευτούν οι δικαιοδοσίες των κρατών από μια προοδευτική επέκταση εκείνων της Ένωσης.
Οι ηγέτες όλων των χωρών πρέπει να κατανοήσουν από κοινού ότι είναι υποχρεωτικό να αφήσουμε πίσω μας εκείνα τα όρια που παρέμειναν όχι απλά στη Συνταγματική Συνθήκη που απορρίφθηκε, αλλά επίσης, και ακόμα περισσότερο, στη Συνθήκη της Λισσαβόνας που την ακολούθησε.
Η ανάγκη για «περισσότερη Ευρώπη» εκφράστηκε ομόφωνα σε μια σειρά επικλήσεων, κάποιες από τις οποίες ακολουθήθηκαν από πολλές συγκεκριμένες προτάσεις, που παρουσιάστηκαν από έμπειρους και έγκυρους Ευρωπαίους. Έγινε για πάντα σαφές ότι σε έναν κόσμο που κλυδωνίζεται από την κρίση που τώρα βιώνουμε, καμία ευρωπαϊκή χώρα, ούτε η μεγαλύτερη ούτε η πιο ικανή, δεν μπορεί «να σωθεί μόνη της» ή να παίξει ένα σημαντικό ρόλο χρησιμοποιώντας τις δικές της και μόνο δυνάμεις.
Αυτή η έκκληση για «περισσότερη Ευρώπη», αντίθετα προς μια αναμφισβήτητη τάση των κρατών να κοιτούν προς το εσωτερικό παρά προς το εξωτερικό, αν όχι και να σκέφτονται εθνικιστικά, απαιτεί την άσκηση μεγαλύτερων εξουσιών λήψης αποφάσεων από τους θεσμούς της Ένωσης. Τέτοιες εξουσίες θα πρέπει να ασκούνται σε ένα κλίμα αμοιβαίου σεβασμού και ανανεωμένης συλλογικής δράσης, πέρα από προτάσεις συγκεκριμένων κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια της διαμόρφωσης οδηγιών και αποφάσεων.
Για το Συμβούλιο, η συλλογική δράση εξαρτάται από την εγγύηση που παρέχεται από τον «μόνιμο» Πρόεδρο που ορίστηκε από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Για την Επιτροπή, και πάλι περιστρέφεται γύρω από το ρόλο του Προέδρου. Η δεύτερη, ωστόσο, σίγουρα θα ευνοούνταν από μία μεταρρύθμιση –στα χρόνια μετά το 2014– μέσω της οποίας νέα κριτήρια θα υιοθετούνταν για μια πιο περιορισμένη σύνθεση της Επιτροπής, που δεν εξαρτάται από εθνική επιρροή.
Η μέθοδος της Επιτροπής –η οποία βλέπει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ηγετικό ρόλο, επί ίσοις όροις– παραμένει ασυμβίβαστη με οποιονδήποτε διακυβερνητικό υπαινιγμό. Ωστόσο, παρέχει επαρκή χώρο για τη «συντονισμένη δράση από κράτη μέλη» την οποία τόνισε η Γερμανίδα Καγκελάριος. Το βασικό σημείο είναι να μην υπονομευτούν οι λειτουργίες των πολύ ορθά υπερεθνικών θεσμών, της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου.
Πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποφύγουμε να τροφοδοτήσουμε μια παραπλανητική διαφωνία σχετικά με την προοπτική ενός τρομερού ευρωπαϊκού «Υπερ-Κράτους», ενός νέου Λεβιάθαν. Το αποτέλεσμα για το οποίο θα έπρεπε να εργαστούμε δεν αποτελεί ένα αντίγραφο του ιστορικού μοντέλου των ευρωπαϊκών εθνών, αυτού που είναι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ένα συγκεντρωτικό και έντονα γραφειοκρατικό κράτος. Αντίθετα, θα πρέπει να αγωνιστούμε για ένα πιο σύνθετο και πολυσχιδές, πολυεπίπεδο οικοδόμημα, που ρυθμίζεται από μια ευέλικτη αρχή διοικητικής αποκέντρωσης.
Ωστόσο, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε αν χρειαζόμαστε μια νέα Συνθήκη για μια πιο σταθερή από κοινού κυριαρχία και εξουσίες λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Ένωσης. Το ερώτημα δεν είναι ανεδαφικό και δεν μπορεί απλά να μπει στην άκρη.
Η προσωπική μου εμπειρία από τη Συνταγματική Συνθήκη, παρά τις διορθώσεις από την IGC, «που θάφτηκε με δημοψήφισμα», καθώς και η μνήμη της μακράς, αποδυναμωτικής περιόδου επικύρωσης μέχρι την υποβολή της Συνθήκης της Λισαβόνας, με αναγκάζει να προτείνω να δώσουμε στο ερώτημα την πιο μεγάλη μας προσοχή.
Χρειάζεται προσεκτικά να περιορίσουμε εκείνα τα στοιχεία της Συνθήκης που πρέπει να αναθεωρηθούν και, πάνω απ’ όλα, προσπαθώντας να ξεπεράσουμε τον περιορισμό της ομοφωνίας στη διαδικασία επικύρωσης. Υπάρχει ακόμα ο κίνδυνος, ξεκινώντας να δουλεύουμε σε μια νέα Συνθήκη, να δημιουργήσουμε ένα κενό ή να μπούμε σε μία κατάσταση καθυστερημένης δράσης. Αντίθετα, μπορούμε και πρέπει να εργαστούμε πρώτα και κύρια, και άμεσα, για να αρπάξουμε τις ευκαιρίες στην υπάρχουσα Συνθήκη, πάνω απ’ όλα να ενισχύσουμε τους κανόνες προϋπολογισμού και την επιτήρηση των τάσεων οικονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη.
Συμπερασματικά, ας συγκεντρωθούμε στο τι χρειάζεται να γίνει τώρα. Ωστόσο, ταυτόχρονα, ας προσπαθήσουμε να διευρύνουμε το όραμά μας προκειμένου να παρουσιάσουμε την ευρωπαϊκή συζήτηση στις νεότερες γενιές με νέο και ανανεωμένο τρόπο.
Δεν θα αφήσουμε το ευρώ να δεχτεί κερδοσκοπικές επιθέσεις και να πέσει σε κύματα πανικού στις χρηματοπιστωτικές αγορές: κανένας δεν θα πρέπει να αμφιβάλλει γι’ αυτό. Και κανένας δεν πρέπει να σκεφτεί ότι παρακολουθεί το ασταθές βάδισμα ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Τα τελευταία 10 χρόνια έχει αποκτήσει, μέσω του ευρώ, ένα νέο, ουσιαστικό πυλώνα και μια πηγή δύναμης.
---
Το κείμενο παρατίθεται στη ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ από τον Π. Παπασαραντόπουλο