Θα επέμβουν οι ΗΠΑ στη Συρία;
Φίλιππος Σαββίδης, Πολίτης, Κύπρος, Δημοσιευμένο: 2013-05-04
Η αναγνώριση από τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι το καθεστώς Άσαντ στη Συρία έχει χρησιμοποιήσει χημικά όπλα εναντίον των αντικαθεστωτικών δημιουργεί νέα δεδομένα. Οι δυνάμεις του Άσαντ πέρασαν την «κόκκινη γραμμή» όπως το έθεσε ο Μπαράκ Ομπάμα. Το ερώτημα είναι εάν αυτή η εξέλιξη θα οδηγήσει σε ριζική αλλαγή της αμερικανικής και, ως εκ τούτου, της ευρωπαϊκής στάσης έναντι της κρίσης και σε απόφαση για στρατιωτική επέμβαση.
Η κυβέρνηση Ομπάμα δέχεται ισχυρές πιέσεις, τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς παράγοντες, για να αναλάβει πιο δυναμική δράση στη Συριακή κρίση. Ωστόσο, ο Πρόεδρος Ομπάμα έχει αντισταθεί μέχρι τώρα στα διάφορα «γεράκια» αντιλαμβανόμενος πλήρως το ρίσκο και τους κινδύνους στρατιωτικοποίησης της πολιτικής των ΗΠΑ στη Συρία. Ιδιαίτερα τη στιγμή που προσπαθεί να απαγκιστρωθεί από το Αφγανιστάν και το Ιράκ και έχει στο τραπέζι την «καυτή πατάτα» του Ιράν. Παράλληλα, η εμπειρία του πολέμου στο Ιράκ το 1998, που αποφασίστηκε στη βάση παραπλανητικών πληροφοριών για κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής από τον Σαντάμ Χουσέϊν, κάνει τον Ομπάμα και τους επιτελείς του ακόμα πιο προσεκτικούς και διστακτικούς.
Ποιές είναι, λοιπόν, οι επιλογές που έχει μπροστά του ο αμερικανός πρόεδρος;
Πρώτη επιλογή είναι η συνέχιση της πολιτικής της αναμονής και της στενής παρακολούθησης των εξελίξεων χωρίς άμεση ανάμειξη των ΗΠΑ στον εμφύλιο πόλεμο. Η αμερικανική κυβέρνηση, δηλαδή, συνεχίζει να ασκεί έντονη δημόσια και διπλωματική πίεση στο καθεστώς Άσαντ, σε συνεργασία με δυνάμεις της περιοχής (Τουρκία και Ισραήλ), έτσι ώστε να αναγκαστεί να παραδώσει την εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό η αμερικανική κυβέρνηση συνεχίζει τις προσπάθειες να πείσει τη Ρωσία (η οποία έχει στρατιωτική βάση στο Ταρτούς) να συνεργαστεί προς την κατεύθυνση αυτή. Προς το παρόν η Ρωσική κυβέρνηση δε φαίνεται να ανταποκρίνεται θετικά. Παράλληλα, το καθεστώς Άσαντ δεν δείχνει καμία διάθεση συμβιβασμού ή υποχώρησης. Αντιθέτως. Σκληραίνει τη στάση του και γίνεται ολοένα και πιο αδίστακτο όπως δείχνει η χρήση χημικών όπλων. Επομένως, η αποτελεσματικότητα αυτής της επιλογής είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Δεύτερη επιλογή είναι η ενίσχυση των αντικαθεστωτικών δυνάμεων με οπλισμό και πληροφορίες έτσι ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τον στρατό του Άσαντ. Για να έχει επιτυχία το εγχείρημα αυτό χρειάζεται καλός συντονισμός με την Τουρκία και το Ισραήλ. Δεν είναι τυχαία, λοιπόν, η προσπάθεια των ΗΠΑ να ομαλοποιηθούν οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Στο σενάριο αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι το μέτωπο των αντικαθεστωτικών δεν είναι αρραγές και έχει κατηγορηθεί από ανεξάρτητους οργανισμούς για βία και εγκλήματα κατά αθώων πολιτών. Με άλλα λόγια, παρόλο που αυτή η επιλογή διαφαίνεται ως η πιο ρεαλιστική και εφικτή, αν εφαρμοστεί θα πρέπει να εξασφαλίσει, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ότι η βοήθεια αυτή δε θα χρησιμοποιηθεί εκδικητικά ή για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Επίσης, πονοκέφαλος για τους επιτελείς του Λευκού Οίκου είναι τι θα γίνει την επόμενη μέρα όταν οι αντικαθεστωτικοί θα έχουν στα χέρια τους αμερικανικό οπλισμό και πιθανόν χημικά όπλα. Η εμπειρία του Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980 δικαίως ανησυχεί τους επιτελείς του Λευκού Οίκου.
Τρίτη και πιο ριψοκίνδυνη επιλογή είναι η στρατιωτική επιχείρηση. Είτε με αεροπορικές επιθέσεις είτε με χερσαίες δυνάμεις. Στο ενδεχόμενο αυτό, πέραν του ίδιου του Ομπάμα, μεγάλες επιφυλάξεις έχει και ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας Τσακ Χέγκελ. Ο Λευκός Οίκος σοφά εκτιμά ότι η στρατιωτική επιλογή θα οδηγούσε τις ΗΠΑ σε ένα ακόμα πολυδάπανο, από όλες τις πλευρές, πόλεμο στη Μέση Ανατολή με αβέβαιο αποτέλεσμα. Η υλοποίηση μιας στρατιωτικής επιχείρησης, οποιασδήποτε μορφής, ειδικά σε ένα εμφύλιο πόλεμο όπως στη Συρία, είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και ενέχει μεγάλο ρίσκο. Είναι βέβαιο ότι θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο την κατάσταση στην περιοχή δημιουργώντας πιθανότητες έντασης και σε χώρες όπως η Ιορδανία και θα επιδεινώσει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν..
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι δεν υπάρχουν εύκολες επιλογές σ’ αυτή την κρίση. Όσο παρατείνεται η κατάσταση θα γίνεται ακόμα πιο πιεστική για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της. Σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα αναλύσεις η αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία δεν είναι το πιο πιθανό σενάριο. Η επιλογή που κερδίζει έδαφος είναι αυτή της ενίσχυσης των αντικαθεστωτικών με οπλισμό. Πιθανότητα που άφησε ανοιχτή ο αμερικανός Υπουργός Άμυνας σε δηλώσεις του στις 2 Μαίου.
Το μεγάλο ερώτημα, ωστόσο, είναι τι θα γίνει μετά. Όπως και να τελειώσει η κρίση η επόμενη μέρα θα είναι ιδιαίτερα εύθραυστη και δύσκολη όχι μόνο για τους ίδιους τους Σύριους αλλά και για τη σταθερότητα στην περιοχή. Κανένας δε μπορεί να προδιαγράψει με σιγουριά εάν η Συρία θα μπορέσει να οικοδομήσει και πάλι μια κρατική συλλογικότητα ή εάν θα οδηγηθεί σε κατακερματισμό με ότι αυτό σημαίνει. Το σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε δει ακόμα την τελευταία πράξη του δράματος και η αβεβαιότητα στην περιοχή δε θα ξεπεραστεί γρήγορα.
Η κυβέρνηση Ομπάμα δέχεται ισχυρές πιέσεις, τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς παράγοντες, για να αναλάβει πιο δυναμική δράση στη Συριακή κρίση. Ωστόσο, ο Πρόεδρος Ομπάμα έχει αντισταθεί μέχρι τώρα στα διάφορα «γεράκια» αντιλαμβανόμενος πλήρως το ρίσκο και τους κινδύνους στρατιωτικοποίησης της πολιτικής των ΗΠΑ στη Συρία. Ιδιαίτερα τη στιγμή που προσπαθεί να απαγκιστρωθεί από το Αφγανιστάν και το Ιράκ και έχει στο τραπέζι την «καυτή πατάτα» του Ιράν. Παράλληλα, η εμπειρία του πολέμου στο Ιράκ το 1998, που αποφασίστηκε στη βάση παραπλανητικών πληροφοριών για κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής από τον Σαντάμ Χουσέϊν, κάνει τον Ομπάμα και τους επιτελείς του ακόμα πιο προσεκτικούς και διστακτικούς.
Ποιές είναι, λοιπόν, οι επιλογές που έχει μπροστά του ο αμερικανός πρόεδρος;
Πρώτη επιλογή είναι η συνέχιση της πολιτικής της αναμονής και της στενής παρακολούθησης των εξελίξεων χωρίς άμεση ανάμειξη των ΗΠΑ στον εμφύλιο πόλεμο. Η αμερικανική κυβέρνηση, δηλαδή, συνεχίζει να ασκεί έντονη δημόσια και διπλωματική πίεση στο καθεστώς Άσαντ, σε συνεργασία με δυνάμεις της περιοχής (Τουρκία και Ισραήλ), έτσι ώστε να αναγκαστεί να παραδώσει την εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό η αμερικανική κυβέρνηση συνεχίζει τις προσπάθειες να πείσει τη Ρωσία (η οποία έχει στρατιωτική βάση στο Ταρτούς) να συνεργαστεί προς την κατεύθυνση αυτή. Προς το παρόν η Ρωσική κυβέρνηση δε φαίνεται να ανταποκρίνεται θετικά. Παράλληλα, το καθεστώς Άσαντ δεν δείχνει καμία διάθεση συμβιβασμού ή υποχώρησης. Αντιθέτως. Σκληραίνει τη στάση του και γίνεται ολοένα και πιο αδίστακτο όπως δείχνει η χρήση χημικών όπλων. Επομένως, η αποτελεσματικότητα αυτής της επιλογής είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Δεύτερη επιλογή είναι η ενίσχυση των αντικαθεστωτικών δυνάμεων με οπλισμό και πληροφορίες έτσι ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τον στρατό του Άσαντ. Για να έχει επιτυχία το εγχείρημα αυτό χρειάζεται καλός συντονισμός με την Τουρκία και το Ισραήλ. Δεν είναι τυχαία, λοιπόν, η προσπάθεια των ΗΠΑ να ομαλοποιηθούν οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Στο σενάριο αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι το μέτωπο των αντικαθεστωτικών δεν είναι αρραγές και έχει κατηγορηθεί από ανεξάρτητους οργανισμούς για βία και εγκλήματα κατά αθώων πολιτών. Με άλλα λόγια, παρόλο που αυτή η επιλογή διαφαίνεται ως η πιο ρεαλιστική και εφικτή, αν εφαρμοστεί θα πρέπει να εξασφαλίσει, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ότι η βοήθεια αυτή δε θα χρησιμοποιηθεί εκδικητικά ή για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Επίσης, πονοκέφαλος για τους επιτελείς του Λευκού Οίκου είναι τι θα γίνει την επόμενη μέρα όταν οι αντικαθεστωτικοί θα έχουν στα χέρια τους αμερικανικό οπλισμό και πιθανόν χημικά όπλα. Η εμπειρία του Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980 δικαίως ανησυχεί τους επιτελείς του Λευκού Οίκου.
Τρίτη και πιο ριψοκίνδυνη επιλογή είναι η στρατιωτική επιχείρηση. Είτε με αεροπορικές επιθέσεις είτε με χερσαίες δυνάμεις. Στο ενδεχόμενο αυτό, πέραν του ίδιου του Ομπάμα, μεγάλες επιφυλάξεις έχει και ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας Τσακ Χέγκελ. Ο Λευκός Οίκος σοφά εκτιμά ότι η στρατιωτική επιλογή θα οδηγούσε τις ΗΠΑ σε ένα ακόμα πολυδάπανο, από όλες τις πλευρές, πόλεμο στη Μέση Ανατολή με αβέβαιο αποτέλεσμα. Η υλοποίηση μιας στρατιωτικής επιχείρησης, οποιασδήποτε μορφής, ειδικά σε ένα εμφύλιο πόλεμο όπως στη Συρία, είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και ενέχει μεγάλο ρίσκο. Είναι βέβαιο ότι θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο την κατάσταση στην περιοχή δημιουργώντας πιθανότητες έντασης και σε χώρες όπως η Ιορδανία και θα επιδεινώσει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν..
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι δεν υπάρχουν εύκολες επιλογές σ’ αυτή την κρίση. Όσο παρατείνεται η κατάσταση θα γίνεται ακόμα πιο πιεστική για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της. Σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα αναλύσεις η αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία δεν είναι το πιο πιθανό σενάριο. Η επιλογή που κερδίζει έδαφος είναι αυτή της ενίσχυσης των αντικαθεστωτικών με οπλισμό. Πιθανότητα που άφησε ανοιχτή ο αμερικανός Υπουργός Άμυνας σε δηλώσεις του στις 2 Μαίου.
Το μεγάλο ερώτημα, ωστόσο, είναι τι θα γίνει μετά. Όπως και να τελειώσει η κρίση η επόμενη μέρα θα είναι ιδιαίτερα εύθραυστη και δύσκολη όχι μόνο για τους ίδιους τους Σύριους αλλά και για τη σταθερότητα στην περιοχή. Κανένας δε μπορεί να προδιαγράψει με σιγουριά εάν η Συρία θα μπορέσει να οικοδομήσει και πάλι μια κρατική συλλογικότητα ή εάν θα οδηγηθεί σε κατακερματισμό με ότι αυτό σημαίνει. Το σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε δει ακόμα την τελευταία πράξη του δράματος και η αβεβαιότητα στην περιοχή δε θα ξεπεραστεί γρήγορα.