Die Linke: Με φόρα στην κατηφόρα
Κώστας Αργυρός, Εποχή, Δημοσιευμένο: 2021-10-31
Ένα μήνα μετά τις εκλογές και ο διάλογος για τα αίτια της ήττας της Αριστεράς (die Linke) συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και χωρίς να λείπουν τα συντροφικά μαχαιρώματα, κάτι που από μόνο του εξηγεί πολλά. Η απάντηση στο «γιατί;» σε καμιά περίπτωση πάντως δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη.
Ακριβώς όπως προβλέπει το Σύνταγμα, η νέα γερμανική Βουλή, η Μπούντεσταγκ, συγκροτήθηκε την περασμένη Τρίτη σε σώμα. Για τους βουλευτές της die Linke και τους συνεργάτες τους, πρέπει να ήταν κι αυτό ένα δεύτερο σοκ μετά από εκείνο της 26ης Σεπτεμβρίου. Αλλιώς αισθάνεσαι σε μια κοινοβουλευτική ομάδα με 69 μέλη και αλλιώς σε μια των 39. Η συρρίκνωση είναι τεράστια και επιφέρει και άλλα προβλήματα, που θα δυσκολέψουν το έργο του κόμματος την ερχόμενη τετραετία. Λιγότεροι βουλευτές σημαίνουν λιγότερη εκπροσώπηση στις επιτροπές, λιγότερη χρηματοδότηση και λιγότερους επιστημονικούς συνεργάτες. Όπως ανέφερε η «Neues Deutschland», η εφημερίδα του κόμματος τα 15 εκατομμύρια δημόσιας επιχορήγησης θα περιοριστούν τώρα στα 11,5, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το πρόβλημα δεν είναι βεβαίως οικονομικό, αλλά πρωτίστως πολιτικό. Όλοι παραδέχονται ότι οι θέσεις του δεν έφτασαν στην κοινωνία όπως θα έπρεπε και αν έφτασαν δεν έπεισαν ψηφοφόρους, που σκέφτονται προοδευτικά και επιθυμούσαν την έξωση της Χριστιανοδημοκρατίας από την εξουσία.
Αρκετά γράφονται και λέγονται για τα αίτια αυτής της αποτυχίας, η οποία σε μεγάλο βαθμό ήταν προαναγγελθείσα. Στις δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων, το κόμμα παρέμενε σταθερά κολλημένο κοντά στο 6% με πτωτική τάση. Στα ποσοστά δηλαδή των τελευταίων ευρωεκλογών (5,5%). Δεν μπόρεσε να αντιστρέψει αυτή την τάση και τελικά προσγειώθηκε στο 4,9%, που κανονικά θα το μετέτρεπε σε... εξωκοινοβουλευτική αριστερά, αν δεν είχε καταφέρει να εκλέξει τρεις απευθείας βουλευτές με την «προσωπική» ψήφο και έτσι να μπει στη Μπούντεσταγκ από το παράθυρο, χάρις στη σχετική πρόβλεψη του εκλογικού νόμου.
Μια ήττα με πολλούς... γονείς
Ο έντονος διάλογος για τα αίτια της ήττας θα καθορίσει προφανώς και την πορεία της die Linke τα επόμενα χρόνια και εντέλει την επιβίωσή της. Στην παρούσα φάση μοιάζει μάλλον χαοτικός και φορτισμένος από προσωπικές συγκρούσεις. Ο δρόμος προς την αυτοκαταστροφή είναι πάντα κατηφορικός. Xαρακτηριστικότερες είναι σίγουρα οι περιπτώσεις του Οσκαρ Λαφονταίν, ο οποίος αποχώρησε από το κόμμα προεκλογικά και της Σάρα Βάγκενκνεχτ, η οποία αποτελεί κόκκινο πανί για ένα τμήμα της κομματικής βάσης. Αιτία η κριτική που έχουν ασκήσει ουσιαστικά και οι δύο στην ελλιπή σύνδεση του κόμματος με τον παραδοσιακό «γερμανό εργάτη» και την κριτική τους σε μια «πολιτική ανοικτών συνόρων» στο μεταναστευτικό δίχως περιορισμούς. Κάποιοι καλούν την Βάγκενκνεχτ να αποχωρήσει από το κόμμα και να ιδρύσει μια δική της πολιτική κίνηση και κάποιοι άλλοι ζητούν τη διαγραφή της. Η ηγεσία, προς το παρόν, ακολουθεί μια πολιτική «αποσυμπίεσης» με αμφίβολα αποτελέσματα.
Το σίγουρο είναι ότι το κόμμα πράγματι έχει χάσει την επαφή του με την εργατική τάξη. Όπως εξηγούσε ο κοινωνικός ερευνητής και αναλυτής εκλογικών αποτελεσμάτων για λογαριασμό του Ιδρύματος Ρόζα Λούξενμπουργκ Χορστ Καρς οι δυνητικοί ψηφοφόροι της die Linke υπολογίζονται σε περίπου 15% του εκλογικού σώματος. Αυτή τη φορά όμως περίπου 1,2 εκατομμύριο από αυτούς μετακινήθηκαν προς τη Σοσιαλδημοκρατία και τους Πράσινους, κόμματα που αμφότερα κατέβηκαν με μια θεωρητικά πιο προχωρημένη κοινωνική ατζέντα σε σύγκριση με το παρελθόν τους. Η die Linke δεν μπορούσε να παίξει το ρόλο του εγγυητή μιας διορθωτικής πορείας της σοσιαλδημοκρατίας όπως είχε συμβεί στα χρόνια της ξεκάθαρα δεξιάς στροφής του Γκέρχαρντ Σρέντερ, εκτιμά ο Καρς. Όπως λέει, οι εκλογές απέδειξαν ότι η επιρροή του κόμματος είναι «εύθραυστη» και επηρεάζεται από το γενικότερο πολιτικό κλίμα. Αυτός ο ρόλος του «διορθωτή» της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να της διασφαλίσει πάντως κανένα μέλλον.
Λίγο διαφορετική ήταν η κριτική που άσκησε στην ηγεσία ο Κλάους Ερνστ, πρώην συνδικαλιστής, βουλευτής, αλλά και για μια περίοδο πρόεδρος του κόμματος. Κατά τη γνώμη του το κόμμα έπεσε θύμα της «πράσινης ρητορικής». Προσπάθησε να συρθεί πίσω από «κινήματα» και έχασε εντελώς την επαφή του με τον κόσμο της εξαρτημένης εργασίας. Υπάρχει όμως και η ακριβώς αντίθετη άποψη, εκείνων που υποστηρίζουν ότι die Linke δε μπόρεσε να παρέμβει στην ατζέντα του περιβάλλοντος, η οποία φαίνεται ότι συγκινεί ιδιαίτερα τη γερμανική νεολαία.
Ένα γερασμένο κόμμα
Όλες αυτές οι απόψεις απηχούν και τις διαφορετικές προσεγγίσεις του προβλήματος. Εκεί που όλοι συμφωνούν είναι ότι το κόμμα χάνει πλέον μέλη και ψηφοφόρους στην πρώην Ανατολική Γερμανία, όπου παραδοσιακά στηριζόταν η δύναμή του, λόγω της φυσικής γήρανσης. Δεν είναι μόνο αυτοί που «φεύγουν». Είναι και το γεγονός ότι μια μια κομματική βάση με μέσο όρο ηλικίας στα ανατολικά κρατίδια τα 70 έτη, δεν είναι εύκολο να κατέβει στους δρόμους, να κάνει δουλειά στη βάση, να πείσει για τις θέσεις του κόμματος ιδιαίτερα σε μια περίοδο «ημί-πανδημίας» όπως ήταν η προεκλογική. Είναι ενδιαφέρον στοιχείο πάντως ότι το κόμμα συγκέντρωσε καλύτερα ποσοστά από το μέσο όρο στις μικρές αλλά πιο «άπειρες» ηλικίες. Το πρόβλημά του εντοπίζεται λοιπόν στην αδυναμία να μιλήσει τόσο πολιτικά/οργανωτικά όσο και εκλογικά στις κρίσιμες μεσαίες ηλικίες.
Από αυτές προήλθαν βεβαίως οι δύο επικεφαλής υποψήφιες του κόμματος, η Zανίν Βίσλερ και η Σουζάνε Χένιγκ – Βέλσο οι οποίες πάντως αμφισβητούνται από πολλούς για την ικανότητά τους να πείσουν ευρύτερα κοινωνικά ακροατήρια και που ούτως ή άλλως είχαν εξʼ αρχής διαφορετικές προσεγγίσεις για τους μετεκλογικούς στόχους. Ο Μόριτς Κίρχνερ καθηγητής Πολιτικών επιστημών και μέλος του κόμματος ως το 2018 σε μια ανάλυσή του στην εφημερίδα «der Freitag» στεκόταν σε ζητήματα έλλειψης στρατηγικής και όχι επικοινωνίας. Εντόπιζε αδυναμία μεταφοράς στην κοινή γνώμη ενός σχετικά καλοδουλεμένου προγράμματος, που δεν έμοιαζαν όλοι πρόθυμοι να υπηρετήσουν.
Αν θέλει πάντως να είναι κανείς ειλικρινής θα πρέπει επίσης να παραδεχτεί ότι η ισχυρή παρουσία της ακροδεξιάς «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» ως κόμματος διαμαρτυρίας των «αδικημένων» Ανατολικογερμανών έχει αφαιρέσει αυτό τον «ταυτοτικό» ρόλο, που έπαιξε στο παρελθόν σε μεγάλο βαθμό η die Linke ή οι πρόγονοί της.
Οι επιπλοκές της εξωτερικής πολιτικής
Η υπόθεση του Αφγανιστάν κόστισε ιδιαίτερα. Η ηγεσία του κόμματος αποφάσισε να απέχει από την ψηφοφορία στη Βουλή υπέρ της επιχείρησης του γερμανικού στρατού στην Καμπούλ για τη διάσωση και μεταφορά πολιτών τις κρίσιμες ημέρες κατάληψης της εξουσίας από τους Ταλιμπάν. Ήταν το μόνο κόμμα που έκανε κάτι τέτοιο. Ο μέσος ψηφοφόρος δεν το εξέλαβε αυτό ως μια φιλειρηνική στάση, αλλά ως μια μικροκομματική εμμονή σε ένα επείγον εθνικό/ανθρωπιστικό ζήτημα, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επρόκειτο για κάποια πολεμική δραστηριότητα σε ξένο έδαφος. Το χειρότερο ήταν ότι δεν ακολούθησαν όλοι οι βουλευτές του αυτή τη γραμμή. Πέντε ψήφισαν τελικά υπέρ και επτά κατά της επιχείρησης. Αυτός ήταν για πολλοστή φορά ο καθρέφτης των εσωτερικών διαφωνιών των τάσεων, που υπάρχουν μέσα στο κόμμα.
Αντιθέσεις μεταξύ της παραδοσιακής και της «ρεαλιστικής» πτέρυγας κυριάρχησαν πάντως συνολικά για θέματα εξωτερικής πολιτικής ή σε σχέση με την θέση της die Linke απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ΝΑΤΟ. Ηταν ένα από τα βασικά επιχειρήματα των αντιπάλων της, που επίμονα παρουσίαζαν ως καταστροφικό ένα σενάριο συμμετοχής της στην κυβέρνηση. Φαίνεται τελικά ότι η εντατική αντικομμουνιστική προπαγάνδα της Χριστιανοδημοκρατίας για τις «κόκκινες κάλτσες» δεν έβλαψε τόσο τους Σοσιαλδημοκράτες ως πιθανούς συνεργάτες της Αριστεράς, αλλά την ίδια die Linke. Δημιούργησε δηλαδή μια «θεωρία χαμένης ψήφου», από την στιγμή μάλιστα που ο σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς άφηνε να διαφανεί ότι μια συνεργασία μαζί της δεν ήταν ανάμεσα στις κύριες προτιμήσεις του.